Ακόμη και ιερέας εμπλέκεται στο κύκλωμα εκβιαστών και τοκογλύφων που εξάρθρωσε η ΕΛ.ΑΣ. Ένα κύκλωμα του οποίου η δράση ήταν πολυδαίδαλη.
O ιερέας είχε τον ρόλο του πωλητή ψεύτικων μαργαριταριών και πολύτιμων μετάλλων σε κοσμηματοπώλες στην Αθήνα και την επαρχία και σύμφωνα με πληροφορίες της ΕΡΤ1, είχε συλληφθεί αρκετές φορές στο παρελθόν από την Αστυνομία.
Τα μέλη της οργάνωσης συνδέονταν μεταξύ τους με συγγενική και φιλική σχέση, και όπως αναφέρεται στη δικογραφία εμφανίζονταν στα θύματά τους ως άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ισχυρή κοινωνική θέση, με υψηλές διασυνδέσεις, τόσο με πολιτικούς όσο και υψηλόβαθμους αστυνομικούς, δικαστικούς, τραπεζίτες αλλά και με μπράβους της νύχτας.
Τους αποσπούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, και όταν τα θύματα αντιλαμβάνονταν πως έπεσαν σε απατεώνες, αναλάμβαναν δράση οι μπράβοι γνωστής συμμορίας, που εκβίαζαν τα θύματα. Μάλιστα σε μια περίπτωση στις 15 Ιουλίου του 2020 είχαν πυροβολήσει πέντε φορές στα πόδια έναν ξενοδόχο στο Λουτράκι.
Σύμφωνα με πληροφορίες έχουν απομαγνητοφωνηθεί 200 συνομιλίες μελών της συμμορίας, ενώ το κύκλωμα ξέπλυνε το βρώμικο χρήμα μέσω διαδικτυακού στοιχηματισμού.
Εκτός των πέντε αστυνομικών και του δικηγόρου, οι υπόλοιποι είχαν συλληφθεί περισσότερες από 300 φορές για διάφορα αδικήματα, με τον 50χρονο αρχηγό να έχει συλληφθεί τουλάχιστον 15 φορές.
Ο αρχηγός «Μανιάτης» και η δράση του κυκλώματος
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», ως αρχηγός της οργάνωσης εμφανίζεται ένας άνδρας 50 ετών, ο οποίος συστηνόταν με το ψευδώνυμο «Μανιάτης». Τα μέλη της συμμορίας του όπως προκύπτει από τη δικογραφία προσέγγιζαν πολίτες όλων των εισοδημάτων και είτε τους υπόσχονταν πως θα μεσολαβήσουν προκειμένου να λύσουν το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν (εξασφάλιση δανείου, διαγραφή χρεών στο Δημόσιο) είτε τους πρόσφεραν «χρυσές» ευκαιρίες απόκτησης κέρδους.
Συνήθως, κατά την πρώτη συνάντηση με τα θύματα, ο αρχηγός της οργάνωσης ισχυριζόταν πως συνεργάζεται στενά με καζίνο της Αττικής και της Θεσσαλονίκης εξηγώντας πως μεσολαβεί για τη δανειοδότηση σε vip παίκτες, οι οποίοι στη συνέχεια επέστρεφαν τα χρήματα με τόκο. Με τον τρόπο αυτόν παρουσίαζε μια «επικερδή» επιχείρηση και έπειθε τα θύματα της συμμορίας να επενδύσουν τα χρήματά τους στη «δανειοδότηση» vip παικτών των καζίνου με την υπόσχεση πως θα έπαιρναν πίσω τα χρήματά τους επαυξημένα.
Εκείνοι έπεφταν στην παγίδα, έδιναν τα χρήματά τους και ανέμεναν τα κέρδη τους, που φυσικά δεν έρχονταν ποτέ. Τότε, σε πρώτη φάση, τα μέλη της οργάνωσης τούς έλεγαν πως θα τους πληρώσουν με πολυτελή ρολόγια, λίρες ή ράβδους χρυσού. Σε κάποιους έδωσαν, μάλιστα, κάποιες ράβδους χρυσού και λίθους ως πληρωμή, ωστόσο αυτά αποδείχθηκαν πλαστά.
Σε δεύτερη φάση, όταν τα θύματα αντιλαμβάνονταν την απάτη και έκαναν το «λάθος» να ζητήσουν πίσω τα ποσά που είχαν δώσει, έρχονταν αντιμέτωποι με μπράβους οι οποίοι, μέσω απειλών, τους ξεκαθάριζαν πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί.
Σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης έπαιξαν εν ενεργεία αστυνομικοί, τρεις εξ αυτών αδέλφια, οι οποίοι φρόντιζαν να ενημερώνουν -μέσω του πατέρα τους, που έφερε το ψευδώνυμο «θείος» (απεβίωσε το 2021)- τον αρχηγό της οργάνωσης για τυχόν ποινικές υποθέσεις εις βάρος του.
Παράλληλα, όπως προέκυψε από τις καταγεγραμμένες συνομιλίες, ο πατέρας των αστυνομικών και μέλος της οργάνωσης προέβαινε, μαζί με άλλα άτομα, και στην αγοραπωλησία όπλων, πυρομαχικών, ακόμη και χειροβομβίδων.
Μάλιστα, για τα όπλα χρησιμοποιούσε κωδικοποιημένα ονόματα όπως «σίδερα», «47άρα ψηλή Ρωσίδα» (καλάσνικοφ), «μπρασελέδες», «ανταλλακτικά», «κουτιά», «τακούνια», «ρούχα» και «παπούτσια» (για τα περιφερειακά τμήματα όπλων), «γκρα» κ.α.