Συγκλόνισε με την κατάθεσή της στο τριμελές πλημμελειοδικείο η Κάλλι Αναγνώστου, η οποία υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα μαζί με τον 5,5 τότε ετών γιο της κατά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
«Είχα καεί μέχρι το κόκκαλο, ούρλιαζα…Επί δύο χρόνια το παιδί μου ξυπνούσε ματωμένο, να στάζουν τα αίματα…», κατέθεσε εμφανώς φορτισμένη η εγκαυματίας, η οποία ξεκίνησε να μιλά για το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, που έμελλε να αλλάξει για πάντα τη ζωή της και τη ζωή της οικογένειάς της.
Η κυρία Αναγνώστου περιέγραψε τον εφιάλτη που έζησε η ίδια και η οικογένειά της, όπως έκανε την περασμένη Παρασκευή και η κυρία Βουκάκη και συγκλόνισε με τα όσα φρικτά περιέγραψε.
Η περιγραφή του εφιάλτη στη φωτιά στο Μάτι
Είχε δει τη φωτιά από τη βεράντα του σπιτιού όπου παραθέριζε, αλλά άκουσε από την τηλεόραση τον Δήμαρχο Ραφήνας να λέει ότι η πυρκαγιά κατευθύνεται προς τον Διόνυσο. «Σκεφτήκαμε ότι αν υπήρχε κάτι θα μας ειδοποιούσαν», κατέθεσε, όπως κατέθεσαν τις προηγούμενες ημέρες και άλλοι μάρτυρες. Όμως, όπως είπε λίγη ώρα αργότερα είδε τις φλόγες να κυκλώνουν το σπίτι.
«Αρχίζω και ουρλιάζω και φώναζα το παιδί μου. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Είναι εφιάλτης. «Ντύσου τώρα» είπα στο παιδί, «φεύγουμε». Η φωτιά έμπαινε μέσα από τα παράθυρα. Κανείς δεν μας είπε τίποτα, αν μας έλεγε θα είχα πάρει το παιδί μου και θα είχαμε φύγει. Ούτε ένα περιπολικό, ούτε μια σειρήνα. Το παιδί είχε τρομάξει. «Μαμά μου θα πεθάνουμε;», με ρώταγε… Βγαίνω έξω ο πεθερός μου έψαχνε για τον αν μπορεί να ανοίγει το γκαράζ…δεν μπορεί. «Οι φλόγες έχουν ξεπεράσει το σπίτι», κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας η οποία συνέχισε την περιγραφή των φρικτών στιγμών που βίωσε μαζί με τον γιο της με τη φωτιά να τους έχει κυκλώσει…
«Το κόκκινο της φωτιάς ερχόταν πάνω μας. Μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει αυτή τη φρίκη από αυτούς που κάθονται εδώ; Κανείς… Ακούω τη βοή της φωτιάς και το παιδί μου να τρέχει. Πέφτει πάνω μου και αρχίζει να ουρλιάζει “μαμά καίγομαι στη πλάτη”. Προσπαθούσα να το σηκώσω και σκίστηκε το δέρμα του. Του φωνάζω “σήκω να φύγουμε” και το παιδί άρχισε να φωνάζει “φοβάμαι, καίγομαι”. Είπα στη πεθερά μου και στο πεθερό μου μόνο “τρέξτε”, είπε η μάρτυρας ξεσπώντας σε κλάματα. “Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει “μαμά βοηθά με, μαμά σώσε με”. Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα έβρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμασταν. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου, ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά.
«Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια»
Η περιγραφή της κυρίας Αναγνώστου για την προσπάθειά της να σωθεί η ίδια και το παιδί της καθήλωσε το ακροατήριο.
«Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα. Εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ένιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο. Ειχαν φύγει όλοι σαν τρελοί. Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρήκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες. Εκεινη την ώρα λιποθύμησα και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε. Αν δεν ήταν εκείνη, το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στη ουσία. Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν», περιέγραψε η μάρτυρας μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα και την οργή της.
«Δεν ήθελα να με δει το παιδί να πεθαίνω μπροστά του»
Η κα Αναγνώστου μπήκε στη θάλασσα προσπαθώντας να γλιτώσει από τη φωτιά και ευελπιστώντας να ανακουφιστεί κάπως από τους πόνους που ένιωθε. «Δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγος μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε καιγόμαστε. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον γιο μου και εκείνος φώναζε “θέλω τη μαμά μου”. Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει».
«Νόμιζα ότι είδα έναν κορμό δέντρου, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που κάηκε»
Η μάρτυρας μίλησε για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε φοβούμενη ότι δεν θα τα καταφέρει και για το πώς τελικά μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
«Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είδα μια κυρία καμένη. Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, “έχει πεθάνει ή ζει;”. Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα την βγάλει…Περίμενα …το τίποτα… Προσευχόμουν να φτάσει το λάδι μου να αντέξει και να είμαι καλά».
«Επέζησα για το παιδί μου»
Ξαφνικά, είπε ότι πλησίασε ένα βανάκι ενός ιδιώτη με το οποίο τη μετέφεραν στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο. Εκεί, όπως κατέθεσε ξεκίνησε ένας άλλος Γολγοθάς.
«Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που τους στιβαζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγω το ήξερα. Δεν ξέρω πώς άλλοι δεν το γνώριζαν. Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή και περιμένω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πώς είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφια στα επείγοντα να τον καθαρίσουν, να τον περιποιηθούν της πληγές. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν κι εμένα μετά. Ζητάει τη μαμά του και το μπαμπά του και δεν είμαστε εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου επέζησα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Με μια κουβέρτα. Σα να μην έφτανε ότι εισέπνευσα από τα τοξικά» είπε η μάρτυρας.
Ο Γολγοθάς της νοσηλείας
Η μάρτυρας περιέγραψε με λεπτομέρειες τους φριχτούς πόνους από τα καθολικά εγκαύματα που είχε υποστεί και την επίπονη νοσηλεία της που κράτησε αρκετές εβδομάδες.
“Η περιποίηση τους ήταν να μου σκάσουν τις φουσκάλες με βελόνα. Ό,τι υπήρχε κόλλησε πάνω μου. Με πήραν στο Γεννήματα. Μπαίνουν γιατροί, νοσοκόμοι μου λένε “σφιξε με, βρίσε με αλλά άσε να κάνουν τη δουλειά τους”. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μη μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Ο αδελφός μου απ’ έξω δεν άντεξε. Έφτασε στο προαύλιο. Μέχρι εκεί ακούστηκαν τα ουρλιαχτά. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο Σισμανόγλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμιζαν ότι θα μείνω εκεί από καρδιά, από τις απλές αυτές σωματικές βλάβες. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου με ένα σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία. Είχα άγχος για το παιδί. Δεν ήξερα τι γίνεται. Ντρεπόμουν που δεν έκανα ότι καλύτερο μπορούσα. Στις 25 Ιουλίου έρχονται να μου κάνουν αλλαγή. Μου έγδαραν ό,τι μπορούσαν, τα καθάρισαν. Είχαν πάρει δυο μεγάλες σακκούλες σκουπιδιών και πετούσαν γάζες, επιδέσμους, τις σάρκες μου. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν τι έχει περάσει το παιδί μου…”
Η μάρτυρας ξέσπασε κατά των υπευθύνων και των δηλώσεων που έκαναν τις πρώτες ημέρες μετά την τραγωδία: “Ακούω στην τηλεόραση “όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακαναμε με τον ίδιο τρόπο”. Οι νεκροί κι εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά. Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν. Τους λέω, στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν πόσο καλά τα κάνανε… Ήμουν καμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπο παραμορφωμένο. Το μάτι έχει κλείσει δεν ξέρω αν θα έχω όραση. Να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύσει είχε συγκεντρωθεί στα πνευμονία μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμόπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα…”
Το μόνο που σκεφτόταν τις ώρες του μαρτυρίου ήταν ο γιος της. “Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Με διασωλήνωσαν, εγώ ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Δεν μπορεί τα τελευταία μου λόγια να είναι “τρέξε, φύγε”. Όσο είμαι εκεί το παιδί μου στο Αγία Σοφία. Είναι καμένη όλη η πλάτη του, τα χεράκια του, τα ποδαράκια του. Έχει γίνει αγρίμι. Το μωρό. Ένα παιδί κοινωνικό και γλυκό. Ρωτούσε “γιατί δεν έρχεται η μαμά μου; Γιατί δε μου μιλάει;” Του είπαν ότι η μαμά κοιμάται. Πέρασαν έτσι 3 εβδομάδες…».
«Δεν ήθελα να με δει το παιδί μου»
Η κα Αναγνώστου κατέθεσε πως όταν ο γιος της βγήκε από το νοσοκομείο θέλησε να τη δει, όμως εκείνη το απέφευγε. «Εγώ δεν ήθελα. Ήμουν γεμάτη πληγές και σωληνάκια. Έκανα δεύτερο χειρουργείο. Ηλπιζα να φύγω και να πάω να τον δω από κοντά. Οι σωματικές βλάβες που αναφέρουν θα μας κυνηγούν μια ζωή. Θα πρέπει να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία, δε θα έχουμε φυσιολογική ζωή».
«Ο γιος μου ξυπνάει τα βράδια και ουρλιάζει»
Η μάρτυρας μίλησε και για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το παιδί της, 4,5 χρόνια μετά την τραγωδία στο Μάτι. Έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Να ξυπνάει τα βραδιά, να ουρλιάζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως κι εμείς. Ο,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά. Ξυπνάει και λέει «χεράκια μου, ποδαράκια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια». Θέλει να μάθει λεπτομέρειες. Πού είναι τα αλλά παιδάκια που χάθηκαν… Δε μπορώ εγώ να φτιάξω αυτά ότι έχουν χαλάσει στο παιδί μου. Δε μπορώ να κάνω τίποτα άλλο γι’ αυτό. Το μόνο που μπορώ είναι σας ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μη περάσει έτσι. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησε όλα. Θέλω να δικαιωθεί αυτό. Να βγει αυτή η αλήθεια. Να μη ξανασυμβεί. Θέλω να μου επιτρέψετε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπορεί να έρθει ο ίδιος» κατέθεσε και έβαλε να παίξει στο δικαστήριο ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα του παιδιού στο κινητό της που ζητάει δικαιοσύνη.
Τέλος, η κα Αναγνώστου εξέφρασε την αγανάκτησή της που κανένας από τους υπεύθυνους δεν ζήτησε μία συγγνώμη από τα θύματα: «Συγγνώμη μου είπε η φυσιοθεραπεύτρια, ο γιατρός. Να σε γδέρνουν και να βγάζουν φωτογραφίες. 10%, 15%, 35% που θα φτάσει! Τους λέω αφήστε με. Δεν αντέχω άλλο. Βιασμός σώματος και ψυχής ξανά και ξανά. Δεν έφτασε η κόλαση της φωτιάς, έπρεπε να ζήσουμε κι αυτή την κόλαση. Ζούμε ζωές φυλακισμένες, ζούμε σε σώματα φυλακισμένα. Μας είχαν κλείσει τους δρόμους και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Περίμεναν απ’ έξω. Κανένας από εμάς δεν κοιμάται καλά το βράδυ. Τέσσερα χρόνια ουρλιάζουν όλα μέσα σου. Σωματική βλάβη. Και να ουρλιάζει το παιδί μου κάθε βράδυ και να το ζει ξανά και ξανά. Να κοιμάται με το μπαμπά του για να μη ξύνεται. Επι 2,5 χρόνια ξυπνούσε ματωμένος. Κάθε πρωί να αλλάζουμε σεντόνια και ένα είναι ματωμένο μέχρι το κρεβάτι. Ακόμα. Και τώρα γίνεται αυτό. Μπορεί να έχει φύγει το έντονο πρήξιμο αλλά είναι εκεί. Όσο μεγαλώνει, όσο ψηλώνει το δεσμά τεντώνει και σκίζεται. Αρνούμαι να κάνω χειρουργεία γιατί δε θέλω να με δει. Είναι με αυτομοσχεύματα. Δε θέλω να με δει. Δε θα τα κάνω. Παίρνουμε αποφάσεις μόνοι μας. Μόνοι μες φροντίζουμε για όλα αυτά. Μόνοι μας κάναμε λίστες ο ένας για τον άλλο».
iefimerida.gr