Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024
trikaladay.gr / Τοπικά / Μοναχοί αναρριχήθηκαν με σχοινιά σε ερειπωμένο μοναστήρι των Μετεώρων

Μοναχοί αναρριχήθηκαν με σχοινιά σε ερειπωμένο μοναστήρι των Μετεώρων

Πραγματοποιήθηκε σήμερα με συγκίνηση προσκύνημα , από τους Καθηγουμένους και των Μοναχούς των Ιερών Μονών των Μετεώρων, μετά από 70 περίπου χρόνια, στη Ιερά Μονή Αγίας Μονής Μετεώρων.

Σε ύψος αρκετών μέτρων και η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο μέσω αναρρίχησης και η συνδρομή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Καλαμπάκας ήταν δεδομένη στην πραγματοποίηση αυτού του ιστορικού γεγονότος, καθότι διαθέτει άριστα εκπαιδευμένους Υπαλλήλους σε θέματα που αφορούν την επέμβαση της.

Ἁ­γί­α Μο­νή (Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου) ἤ κελλί τοῦ Βαρλαάμ ( Πέτρινο Δάσος της αδελφής Θεοτέκνης )

Νο­τι­ο­δυ­τι­κά τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου, βορειοανατολικά τῆς μονῆς Βαρλαάμ, στήν τοποθεσία τῆς Στέρνας, ἐ­πά­νω σέ μο­νό­λι­θο στύ­λο, δι­α­κρί­νου­με τά ἐ­ρεί­πι­α τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς ἤ Νέ­ας Μο­νῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στό Γε­νέ­σι­ο τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου καί εὑρίσκεται σέ ὑ­ψό­με­τρο δι­α­κο­σί­ων πε­νή­ντα μέ­τρων. Βό­ρει­α τοῦ βρά­χου ὑ­πῆρ­χε ἡ ξύ­λι­νη ἀ­νε­μό­σκα­λα μέ 75 βα­θμί­δες καί δυ­τι­κά αὐ­τοῦ ὑ­πάρ­χει μί­α εὐ­με­γέ­θης στέρ­να.

Πα­λαι­ό­τε­ρη μνεί­α: Δέν γνω­ρί­ζου­με πό­τε ἀ­κρι­βῶς ἱ­δρύ­θη­κε τό προ­η­γη­θέν ἐ­ρη­μη­τή­ρι­ο. Ἀ­πό πα­τρι­αρ­χι­κό γράμ­μα μᾶς εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ἕ­νας δρα­στή­ρι­ος, χα­ρι­σμα­τι­κός ἡ­γού­με­νος καί πνευ­μα­τι­κός, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νι­κη­φό­ρος, μέ με­γά­λη ἤ­δη συ­νο­δί­α ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων, μο­να­χῶν καί λα­ϊ­κῶν ὑ­πο­ψη­φί­ων μο­να­χῶν, μέ προ­σω­πι­κές τους δα­πά­νες ἀλ­λά καί μέ προ­σφο­ρές εὐ­σε­βῶν χρι­στι­α­νῶν, ἀ­νε­καί­νι­σαν καί ἀ­νοι­κο­δό­μη­σαν ἐξ ἀρ­χῆς τό πα­λαι­ό ἀ­σκη­τή­ρι­ο πού βρῆ­καν στόν οὐ­ρα­νο­γεί­το­να βρά­χο. Στήν πα­ρά­δο­ση τῶν Κα­στρα­κι­νῶν θε­ω­ρεῖ­ται «τό κελ­λί τοῦ Βαρ­λα­άμ»[1]. Πι­θα­νό­τα­τα ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἡ πρώ­τη κα­τοι­κί­α τοῦ ἀ­σκη­τῆ Βαρ­λα­άμ, προ­τοῦ με­τα­βεῖ στόν φε­ρώ­νυ­μο βρά­χο.

Ἡ το­πο­θε­σί­α ἦ­ταν γνω­στή ὡς Στέρ­να. Ὄντως ὄπισθεν τοῦ βράχου ὑπάρχει εὐμεγέθης στέρνα πρός συγκέντρωση ὕδατος καί ἡ ἐ­πι­φά­νει­α τοῦ βρά­χου ἦ­ταν λί­αν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ἔ­τσι κα­τ’ ἀ­νά­γκην ἔ­πρε­πε νά κα­λύ­ψουν μέ τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες οἰ­κο­δο­μές τόν δι­α­θέ­σι­μο χῶ­ρο, ἀλ­λά καί νά αὐ­ξή­σουν τό κτι­ρι­α­κό συ­γκρό­τη­μα σέ ἐ­πάλ­λη­λους ὀ­ρό­φους, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται ἀ­κό­μη σέ δι­α­σω­θεῖ­σες πα­λαι­ές φω­το­γρα­φί­ες τῆς ἐν λό­γῳ μο­νῆς.

Τό 1614 ὁ πα­πα-Νι­κη­φό­ρος φρό­ντι­σε καί με­τέ­τρε­ψε τό ἱ­ε­ρό μο­νύ­δρι­ο σέ σταυ­ρο­πη­γι­α­κή πα­τρι­αρ­χι­κή μο­νή μέ σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα[2] τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Τι­μο­θέ­ου Β΄. Τό γράμ­μα αὐ­τό εὑ­ρί­σκε­ται στό ἀρ­χεῖ­ο ἐγγράφων τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ (ἀ­ρ. 10). Ἀ­ντί­γρα­φό του, ὡσαύτως, σώ­ζε­ται καί στήν ἱερά μο­νή Ἁγί­ου Στε­φά­νου.

Ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή δι­έ­θε­τε, τό­τε, ἐν­νέ­α ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους καί ὀ­κτώ μο­να­χούς. Τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων ἦ­ταν: Νι­κη­φό­ρος, Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος, Ἀρ­σέ­νι­ος, Μη­τρο­φά­νης, Δι­ο­νύ­σι­ος, Κύ­ριλ­λος, Φι­λό­θε­ος, Δα­νι­ὴλ καὶ Ματ­θαῖ­ος. Μο­να­χοί δέ ἦ­ταν: Γρη­γό­ρι­ος, Νεῖ­λος, Νε­ό­φυ­τος, Πα­γκρά­τι­ος, Πα­χώ­μι­ος, Μα­κά­ρι­ος, Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος καί Δι­ο­νύ­σι­ος.

Με­τά τήν σχε­τι­κή εἰ­σα­γω­γή ὁ οἰ­κου­με­νι­κός πα­τρι­άρ­χης Τι­μό­θε­ος Β΄ ἀ­να­φέ­ρει: «Οἱ κα­τὰ τὴν ἁ­γι­ω­τά­την Ἐπι­σκο­πὴν Στα­γῶν εὑ­ρι­σκό­με­νοι ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι καὶ μο­να­χοὶ ὅ,τε παπ­πᾶ Νι­κη­φό­ρος, παπ­πᾶ Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος, παπ­πᾶ Ἀρ­σέ­νι­ος, παπ­πᾶ Μη­τρο­φά­νης, παπ­πᾶ Δι­ο­νύ­σι­ος, παπ­πᾶ Κύ­ριλ­λος, παπ­πᾶ Φι­λό­θε­ος, παπ­πᾶ Δα­νι­ήλ, παπ­πᾶ Ματ­θαῖ­ος, Γρη­γό­ρι­ος, Νεῖ­λος, Νε­ό­φυ­τος, Πα­γκρά­τι­ος, Πα­χώ­μι­ος, Μα­κά­ρι­ος, Ἰ­ω­αν­νί­κι­ος, Δι­ο­νύ­σι­ος οἱ μο­να­χοὶ καὶ ἄλ­λοι οὐκ ὀ­λί­γοι πρό­θυ­μοι τὴν ἡ­συ­χί­αν καὶ ἐ­ρη­μί­αν οἱ ἐ­πι­πο­θοῦ­ντες ἐ­πεὶ εὗ­ρον τό­πον εὐ­ά­ρε­στον καὶ ἐ­πι­τή­δει­ον ἐν τῇ το­πο­θε­σί­ᾳ τῆς κα­λου­μέ­νης Στέρ­νας πλη­σί­ον τῆς μο­νῆς τοῦ Βαρ­λα­άμ, δα­πα­νή­σα­ντες οἴ­κο­θεν καὶ ἐξ ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ἀ­νή­γει­ραν καὶ ἀ­νε­καί­νι­σαν μο­νύ­δρι­ον εἰς δό­ξαν Θε­οῦ πρὸς ἡ­συ­χί­αν καὶ ἄ­σκη­σιν αὐ­τῶν ἐ­π’ ὀ­νό­μα­τι τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης ἡ­μῶν Θε­ο­τό­κου καὶ ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας καὶ τοῦ­το ἐκ βά­θρων καὶ ἐκ θε­με­λί­ων ἀ­νῳ­κο­δό­μη­σαν· ὅ­θεν καὶ ἀ­δεί­ᾳ ἡ­με­τέ­ρᾳ σταυ­ρὸν ἱ­ε­ρὸν ἔ­λα­βον καὶ σταυ­ρο­πή­γι­ον πα­τρι­αρ­χι­κὸν εἶ­ναι καὶ ὀ­νο­μά­ζε­σθαι κα­νο­νι­κῶς ἐ­ζή­τη­σαν ἠ­ξί­ω­σάν τε καὶ τὴν ἡ­μῶν με­τρι­ό­τη­τα δι­ὰ γράμ­μα­τος ἐ­λευ­θε­ρω­τη­ρί­ου τι­μῆ­σαι αὐ­τὸ καὶ ἀ­κα­τα­πά­τη­τον καὶ ἀ­ζή­μι­ον εἶ­ναι ὡς πα­τρι­αρ­χι­κὸν σταυ­ρο­πή­γι­ον» (ΟΔ).

Ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ μο­νυ­δρί­ου: Στίς ἀρ­χές τοῦ 17ου αἰ­ώ­να ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή ἀ­νή­κει ὡς κελ­λί­ο στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο. Στό γνω­στό ‘Κα­τά­στι­χο δι­ὰ τὴν ἀ­πο­κο­πὴν τῶν κελ­λι­ω­τῶ­ν’ ἡ ὡς Μονή ἀ­να­φέ­ρε­ται ἕ­κτη στήν σει­ρά μέ τόν τίτ­λο «ἡ Πα­να­γί­α ἡ νέ­α μο­νή»[3]. Προ­σφέ­ρει δέ­κα ἄ­σπρα, πρά­γμα πού ση­μαί­νει ὅ­τι ἦ­ταν πτω­χό­τα­το μο­να­στή­ρι, κα­θό­τι νε­ο­ϊ­δρυ­μέ­νο.

Στήν ζη­τεί­α τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων πρός τόν ἡ­γε­μό­να τῆς Μολ­δο­βλα­χί­ας Ἰ­ω­άν­νη Βα­σί­λει­ο Lupu (1634-1653) συ­νυ­πο­γρά­φουν ἔ­να­τοι στήν σει­ρά «οἱ ἐν τῇ Ἁ­γί­ᾳ Μο­νῇ πα­τέ­ρες»[4]. Ὑ­πο­γρά­φει δέ ὡς ἡ­γού­με­νος ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Χα­ρα­λά­μπης.

Σύμφωνα μέ τόν Κώδικα Τρίκκης καί πληροφορίες τοῦ Οὐσπένσκυ στίς ἀρ­χές τοῦ 18ου αἰ. (1710) τό μο­να­στή­ρι ἐ­γκα­τα­λεί­φθη­κε. Ἕ­ξι δε­κα­ε­τί­ες κα­τό­πιν στά 1771 ἀ­να­κτί­σθη­κε, ἐνῶ πα­ράλ­λη­λα πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­καν προ­σθῆ­κες σέ προ­ϋ­πάρ­χο­ντα κτί­ρι­α.

Εἰδικότερα στόν Κώ­δι­κα Τρίκ­κη­ς[5] (φ. 142v) ση­μει­ώ­νε­ται ὅ­τι τόν Φε­βρου­ά­ρι­ο τοῦ 1710 ἔ­γι­νε ἡ κα­τα­γρα­φή τῶν ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς τῶν Με­τε­ώ­ρων. Βρέ­θη­καν λί­γα πρά­γμα­τα καί τά με­τέ­φε­ραν στόν κα­θε­δρι­κό να­ό τῆς πό­λε­ως τῶν Στα­γῶν (ἤ­τοι στήν Πα­να­γί­α) ὑ­πό τόν ὅ­ρο, ὅ­ταν τό μο­να­στή­ρι αὐ­τό ἀ­να­συ­στα­θεῖ, νά ἐ­πι­στρα­φοῦν τά ἀ­ντι­κεί­με­να στήν Ἁ­γί­α Μο­νή, ἡ ὁ­ποί­α καί θά ὀ­φεί­λει νά πλη­ρώ­σει στόν να­ό τῆς Πα­να­γί­ας πέ­ντε γρό­σι­α γι­ά τήν με­τα­φο­ρά τους.

Ὁ ἀρ­χι­μαν­δρί­της Π. Οὐ­σπέν­σκυ[6] μᾶς γνω­στο­ποι­εῖ τά ἀ­κό­λου­θα γι­ά τήν Ἁ­γί­α Μο­νή:

«1. Στόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό τοῖ­χο τῆς μο­νῆς, δί­πλα στό κα­θο­λι­κό, στόν ἐ­ξώ­στη ὑ­πῆρ­χε ἐ­πι­γρα­φή πού πλη­ρο­φο­ροῦ­σε ὅ­τι αὐ­τό τό τμῆ­μα τοῦ κτι­ρί­ου εἶ­χε κα­τα­σκευ­α­στεῖ τό 1771 μέ δα­πά­νες τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Γα­βρι­ήλ.

2. Στά 1790 δω­ρή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς, ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρέ­α Γα­βρι­ήλ ἀ­πό τά Ἀ­μπε­λά­κι­α, ξύ­λι­νη λει­ψα­νο­θή­κη μέ τε­μά­χι­α τῶν ἱ­ε­ρῶν λει­ψά­νων τοῦ ἁ­γί­ου Μερ­κου­ρί­ου καί τῆς ἁ­γί­ας Μα­κρί­νης.

3. Τό 1792, Αὐ­γού­στου 25, ἡ­μέ­ρα Τε­τάρ­τη ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα-Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­της, (σύμ­φω­να μέ ση­μεί­ω­ση στόν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 251 κώ­δι­κα[7] τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τῆς Πε­τρου­πό­λε­ως, προ­ερ­χό­με­νον ἐκ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ).

4. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή ἱ­στο­ρή­σε­ως στόν να­ό τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου ἔ­γρα­φε ὅ­τι ὁ να­ός ἱ­στο­ρή­θη­κε μέ δα­πά­νη τοῦ κα­πε­τά­νι­ου Ἀ­θα­να­σί­ου Μαν­δα­λο­πού­λου[8] καί τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως Εὐ­θυ­μί­ου Δού­κα ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Κυ­πρι­α­νοῦ (;) κα­τά τό ἔ­τος 1821, δι­ά χει­ρός Χρι­στο­δού­λου ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων.

Στά τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να ἡ­γού­με­νος στό μο­να­στή­ρι ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­της († 25/8/1792), γνω­στός στα­χω­τής (= βι­βλι­ο­δέ­της) κω­δί­κων. Ὑπῆρξε στα­χω­τής τῶν κω­δί­κων ὑ­π’ ἀ­ριθ.: 113, 147, 218 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ καί τῶν ὑ­π’ ἀ­ριθ.: 83, 84, 89 [μή σω­ζομένου] κω­δί­κων τοῦ Ἁγί­ου Στε­φά­νου.

Ἰ­δι­ό­γρα­φα ση­μει­ώ­μα­τά του σώ­ζο­νται σέ κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ ὑ­π’ ἀ­ριθ.: 98, 103, 113, 147, 218.

Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 113, στό ἐπικεκολλημένο παράφυλλο τῆς πινακίδας, διαβάζουμε: «† Ἔ­δι­σα τὸ πα­ρὸν 1758ῳ (…) εὐ­τε­λὴς Γα­βρι­ὴλ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος»[9] (ΟΔ). Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 218 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ στήν σ. 1, ὑπάρχει ἡ ἐνθύμηση: «Ἡ πα­ροῦ­σα παῤ­ῥη­σί­α ὑ­πάρ­χει τῆς ἱ­ε­ρᾶς καί σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τῶν Ἁ­γί­ων Πά­ντων ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νης τοῦ Βαρ­λα­άμ καί ἐ­γρά­φη ἐν τῷ Στύ­λῳ αὐ­τῆς ἡ­γου­με­νεύ­ο­ντος τοῦ πα­νο­σι­ω­τά­του κυ­ρί­ου Ἀ­να­το­λί­ου τοῦ ἐκ Τρίκ­κης, καί ἐ­πι­με­λεί­ᾳ Χρι­στο­φό­ρου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου καὶ ἐ­δέ­θη δι­ὰ χει­ρὸς Γα­βρι­ὴλ Ἁ­γι­α­μο­νί­του, ἐν ἔ­τει ͵αψ­πη΄ [=1788] κα­τὰ μῆ­να Μά­ϊ­ον τῇ ιγ΄»[10] (ΟΔ). Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 153, σ. 132r ἀ­να­γρά­φε­ται τό κω­δι­κο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα: «Ἐ­τοῦ­το τὸ βι­βλί­ον εἶ­ναι τοῦ πα­πα-Γα­βρι­ὴλ ἀ­πὸ τὴν Ἁγί­αν Μο­νήν»[11] (OΔ). Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 283, φ. 44r: «1785· Αὐ­γού­στου 28 Γα­βρι­ὴλ τά­χα ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου καὶ θύ­του»[12] (ΟΔ).

Στά 1756 ὁ Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­της ἔ­γι­νε σταυ­ρο­φό­ρος μο­να­χός στίς 30 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου στό πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῆς μο­νῆς τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν στό Βαρ­λα­άμ ἀ­πό τόν Γέ­ρο­ντά του Χατ­ζη-Ἀ­γά­πι­ο, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἐν­θύ­μη­ση στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 103 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 2r: «† ἔ­τους 1756, μήν Ἰ­α­νου­ά­ρι­ος 30, ὅ­ταν ἔ­γε­να ἐ­γώ ὁ πα­πα-Γα­βρι­ήλ σταυ­ρο­φό­ρος (μο­να­χός) τήν ἡ­μέ­ρα τῶν ἁ­γί­ων τρι­ῶν ἱ­ε­ραρ­χῶν, ἡ­μέ­ρα Τρί­τη εἰς τό πα­ρεκ­κλή­σι καί ἔ­χω τόν χατ­ζη-Ἀ­γά­πι­ο γέ­ρο­ντα» (OΔ).

Ὁ Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­της ἦ­ταν, ἐ­πί­σης, ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος ἀ­ντι­γρα­φέ­ας κω­δί­κων (ὑ­π’ ἀ­ριθ. 283) ἀλ­λά εἶ­χε καί ἁ­πλο­ϊ­κό ποι­η­τι­κό τά­λα­ντο, ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά σημειώνει : «Ποί­η­μα εἰ­σι ἐ­μοῦ Γα­βρι­ήλ ἀ­γραμ­μά­του καὶ ἀ­να­ξί­ου, καὶ κα­θη­γη­τοῦ τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς τοῦ μο­νυ­δρί­ου, ἡ ὁ­ποί­α εὑ­ρί­σκε­ται πλη­σί­ον οὖ­σα τοῦ Βαρ­λα­ά­μου· καὶ κα­τ’ ἔ­μπρο­σθεν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου»[13] (ΟΔ).

Στά 1786 συ­νέ­θε­σε στι­χούρ­γη­μα ἀ­να­φε­ρό­με­νο στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Βαρ­λα­άμ καί σέ ἄλ­λες με­τε­ω­ρί­τι­κες μο­νές, τό ὁποῖο πε­ρι­έ­χε­ται στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 182 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, στίς σε­λί­δες 169-179. Στό ποί­η­μα προ­τρέ­πει καί γι­ά τήν ἐ­πί­σκε­ψη στό πτω­χό του ἀ­σκη­τή­ρι­ο:

«Ὅ­ταν εἰς τόν Ἅγι­ον Νι­κό­λα­ον φθά­σῃς,

ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν Μο­νήν κο­ντά μέλ­λεις ἀ­πε­ρά­σῃς.

Κά­με καί αὐ­τήν νά τήν ἐ­λε­ή­σῃς,

Πρό­σε­χε κα­λῶς μήν τήν ἀ­πο­σκυ­βα­λί­σῃς·

Αὐ­τό εἶ­ναι τό πτω­χό­τε­ρον ἀ­πό τά μο­να­στή­ρι­α ὅ­λα·

Νά κυ­βερ­νή­σῃς καί αὐ­τό δι­ά τήν ψυ­χήν σου

Καί ἕ­ξεις τόν μι­σθόν εἰς τόν αἰ­ῶ­να»[14].

Ἀ­νά­με­σα στούς χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες πού φυ­λάσ­σο­νται σή­με­ρα στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ ὑ­πάρ­χουν καί κώ­δι­κες προ­ερ­χό­με­νοι ἐκ τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς, (ὑ­π’ ἀ­ριθ. 113, 153, 182. Ὁ κώ­δ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 221 (19ου αἰ.) ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τήν ‘πρό­θε­ση’ μέ μνη­μο­νεύ­σεις ὀ­νο­μά­των[15] τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα φύλ­λα εἶ­ναι ἄ­γρα­φα.

Στά 1809-10 ὁ Ἄγ­γλος συ­ντα­γμα­τάρ­χης W. M. Leake μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ἡ μο­νή ἦ­ταν κε­νή.[16] Τίς δύ­ο ἑ­πό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες τό μο­να­στή­ρι ὑ­πῆρ­ξε κα­τα­φύ­γι­ο πολ­λῶν κα­τοί­κων τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ἔ­τσι ὁ λόρ­δος R. Curzon[17], ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τήν Θεσ­σα­λί­α στά 1834, μᾶς δί­δει τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι τό μο­να­στή­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή εἶ­χαν ἐ­γκα­τα­λει­φθεῖ ἀ­πό τούς μο­να­χούς. Τό­τε βρῆ­καν κα­τα­φύ­γι­ο ἄν­θρω­ποι ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πρό­σφα­της πυρ­κα­ϊ­ᾶς καί λε­η­λα­σί­ας πού εἶ­χε ὑ­πο­στεῖ ἡ Κα­λα­μπά­κα ἀ­πό τούς λη­στές. Ἡ λε­η­λα­σί­α[18] αὐ­τή ἴ­σως νά ἔ­γι­νε ἀ­πό τήν συμ­μο­ρί­α τοῦ λη­στῆ Γι­αν­νού­λα Μά­ντα­λου[19], ἡ ὁ­ποί­α χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τήν Ἁ­γί­α Μο­νή ὡς κα­τα­φύ­γι­ο. «Πα­ρα­τη­ρώ­ντας –γρά­φει ὁ R. Curzon– ὅ­τι τό χω­ρι­ό Κα­λα­μπά­κα πα­ρου­σί­α­ζε μί­α μο­να­δι­κά μαύ­ρη ἐμ­φά­νι­ση, ρώ­τη­σα τόν λό­γο. Πρό­σφα­τα, εἴ­πα­νε, εἶ­χε κα­εῖ καί λε­η­λα­τη­θεῖ ἀ­πό τούς κλέ­φτες ἤ λη­στές, καί τό ὑ­πό­λοι­πο τῶν κα­τοί­κων εἶ­χε βρεῖ κα­τα­φύ­γι­ο στά δυ­ό μο­να­στή­ρι­α τοῦ Ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου καί τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς, πού εἶ­χαν ἐ­γκα­τα­λει­φθεῖ ἀ­πό τούς κα­λό­γε­ρους λί­γο και­ρό πρίν»[20].

Ὁ Γάλ­λος ἀρ­χαι­ο­λό­γος Léon Heuzey στά 1858 ἀ­να­φέ­ρει τό μο­νύ­δρι­ο τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς με­τα­ξύ ἄλ­λων ὀ­κτώ κα­τοι­κη­μέ­νων με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νῶν (Με­τέ­ω­ρο, Βαρ­λα­άμ, Ἅ­γι­ος Στέ­φα­νος, Ἁ­γί­α Τρι­άς, Ἅγι­ος Νι­κό­λα­ος, Ἁ­γί­α Μο­νή, Ὑ­πα­πα­ντή καί Ρου­σά­νη).[21]

Ὁ Πορ­φύ­ρι­ος Οὐ­σπέν­σκυ, κα­τά τό ἔ­τος 1859, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή εἶ­ναι μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νη ἀ­πό με­γά­λο σει­σμό πού συ­νέ­βη τόν Δε­κέμ­βρι­ο τοῦ 1858. Ὁ μο­να­δι­κός μο­να­χός της ἀ­γω­νί­ζε­ται γι­ά τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­σή της φρο­ντί­ζο­ντας ὅ­μως καί γι­ά τήν συ­χνή τέ­λε­ση στό μο­να­στή­ρι τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τήν ὁ­ποί­α τε­λοῦ­σε ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­πό τό Κα­στρά­κι. Ἐ­πί­σης μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ[22] ὅ­τι ὁ ἡ­γού­με­νος Γα­βρι­ήλ τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς προ­σέ­φε­ρε κά­θε χρό­νο 1000 πι­ά­στρα (50 ρού­βλι­α) γι­ά τήν συ­ντή­ρη­ση γυ­ναι­κεί­ας Σχο­λῆς – Παρ­θε­να­γω­γεί­ου στήν Λά­ρι­σα. Συμ­μο­να­στής του ἐ­πά­νω στόν βρά­χο ἦ­ταν ὁ ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Παρ­θέ­νι­ος. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ πρώ­ην ἡ­γού­με­νος ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἀ­να­τό­λι­ος καί εἶ­χε ζή­σει πά­νω στόν ἐν λό­γῳ βρά­χο 25 χρό­νι­α.

Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Μονῆς ἦταν ἀφιερωμένος στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Τοῦτο γνωρίζουμε ἀπό «ἁ­πα­ντα­χοῦ­σα»[23], τήν ὁποία ἀ­πέστειλε στίς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1866 ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Θε­ό­φι­λος (1854-1869) πρός τούς κλη­ρι­κούς καί πά­ντας τούς Χρι­στι­α­νούς τῆς ἐ­παρ­χί­ας του, γι­ά νά βο­η­θή­σουν τόν ἡ­γού­με­νο Γερ­μα­νό τοῦ ἐν Με­τε­ώ­ροις μο­να­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς «ἐ­π’ ὀ­νό­μα­τι τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Ὑ­πε­ρα­χρά­ντου Θε­ο­τό­κου καί Ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας τι­μω­μέ­νου» γι­ά τήν ἀ­να­καί­νι­ση τοῦ ἐν λό­γῳ μο­να­στη­ρί­ου.

Στά τέ­λη τοῦ 19ου αἰ. τό μο­να­στή­ρι ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη κτι­ρι­α­κά. Ὁ Ν. Γε­ωρ­γι­ά­δης τήν ἀ­να­φέ­ρει με­τα­ξύ τῶν τεσ­σά­ρων μι­κρο­τέ­ρων μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων: Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, Ἁ­γί­ας Μο­νῆς, Ρου­σά­νου καί Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος.[24]

Ὁ προ­η­γού­με­νος τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου Πο­λύ­καρ­πος Ραμ­μί­δης μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ τά ἑ­ξῆς: «Πε­ρι­έ­χει δὲ τὸν να­όν, τέσ­σα­ρα δω­μά­τι­α δι­ὰ τοὺς μο­νά­ζο­ντας καὶ μί­αν δε­ξα­με­νήν· ἡ κλῖ­μαξ αὐ­τοῦ σύ­γκει­ται ἐξ ἑ­βδο­μή­κο­ντα πέ­ντε βα­θμί­δων, καὶ ἔ­χει πα­ντα­χό­θεν-ὕ­ψος δι­α­κο­σί­ων πε­ντή­κο­ντα καὶ ἐ­πέ­κει­να μέ­τρων. Ἡ ἀ­νά­βα­σις αὐ­τοῦ εἶ­ναι δυ­σκο­λω­τά­τη καὶ κιν­δυ­νώ­δης»[25].

Ἡ Marie-Anne Bovet κα­τά τήν ἐ­πί­σκε­ψή της στίς μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων, τό 1896, τήν ἀ­να­φέ­ρει ἀ­νά­με­σα στίς στε­ρού­με­νες κα­λο­γή­ρων μο­νές: «τά πε­ρισσό­τε­ρα μο­να­στή­ρι­α εἶ­ναι σή­με­ρα ἐ­ρει­πω­μέ­να καί ἀ­κα­τοί­κη­τα, ὅ­πως ἡ Δού­πι­α­νη, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στήν Θε­ο­τό­κο, τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας (=Ἁ­γί­ας Μο­νῆς), τοῦ Καλ­λι­στρά­του καί τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος»[26].

Στόν και­ρό τῆς ἰ­τα­λο­γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς τό μο­να­στή­ρι ὑ­πέ­στη μεγάλα πλή­γμα­τα. Ὁ βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος Ν. Βέ­ης γράφει: «Ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή, φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πέ­στη ζη­μί­ας ἐκ βομ­βαρ­δι­μοῦ, ἀλ­λ’ αὗ­ται δὲν δύ­να­νται ἀ­σφα­λῶς νὰ κα­θο­ρι­σθῶ­σι, δι­ό­τι ἡ μο­νὴ αὕ­τη εἶ­ναι ἄ­βα­τος».[27] Αὐ­τό φαί­νε­ται ἦ­ταν ἡ χα­ρι­στι­κή βο­λή γι­ά τό ἡ­μι­ε­ρει­πω­μέ­νο μο­να­στή­ρι.

Ἀ­πό τό 1995 ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 57/1.2.1995 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ εἶ­ναι με­τό­χι τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ.

Σή­με­ρα πού τά τε­χνι­κά μέ­σα (σκα­λω­σι­ές ἐκ σι­δή­ρου, γε­ρα­νοί κλπ.) εἶ­ναι ἀ­νε­πτυ­γμέ­να, θά ἦ­ταν εὐ­χῆς ἔρ­γον νά εὑ­ρε­θεῖ ὁ νέ­ος ἀ­να­στη­λω­τής τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου.
[1] Παπασωτηριου, Μετέωρα, σ. 131.
[2] Δη­μο­σί­ευ­ση κει­μέ­νου, βλ. Βέ­η, «Συμ­βο­λή», σ. 326-328, ἀρ. 25.
[3] Βέ­η, «Συμ­βο­λή», σ. 236μστ-236νε, 278, ἀ­ρ. 8.
[4] Βέ­η, «Συμ­βο­λή», σ. 236νε-236νστ, 279-283, ἀρ. 9.
[5] Κα­λου­σι­ου, Κώ­δι­κας Τρίκ­κης, σ. 244-245· τοῦ Ιδιου, «Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν στόν κώ­δι­κα Τρίκ­κης», σ. 141-157.
[6] Ου­σπέν­σκυ, Χρι­στι­α­νι­κή Ἀ­να­το­λή, σ. 445-446. Πρβλ. καί σ. 225-226.
[7] Τά ὀ­κτώ πα­ρά­φυλ­λα (ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α βρῆ­κε τίς ἀ­να­γρα­φό­με­νες ση­μει­ώ­σεις ὁ Πορ­φύ­ρι­ος Οὐ­σπέν­σκυ), μα­ζί μέ ἄλ­λα φύλ­λα χει­ρο­γρά­φων, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­λα­βε μα­ζί του ὁ ἐν λό­γῳ Ρῶ­σος ἐ­ρευ­νη­τής ἀ­πό τήν μο­νή Βαρ­λα­άμ, συ­να­πε­τέ­λε­σαν ἕ­να μι­κρό κώ­δι­κα, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­ῆλ­θε τό 1883 στήν κε­ντρι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη Πε­τρου­πό­λε­ως, ὑ­π’ ἀ­ρι­θμόν 251. Ὁ κώ­δι­κας αὐ­τός ἔ­χει τα­χθεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά χει­ρό­γρα­φα τῆς Βι­βλι­ο­θή­κης. Τά χρο­νο­γρα­φι­κά αὐ­τά ση­μει­ώ­μα­τα δη­μο­σί­ευ­σε ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος Πα­πα­δό­που­λος Κε­ρα­με­ύς στά «Θεσ­σα­λι­κά ση­μει­ώ­μα­τα», στήν Ἐ­πε­τη­ρί­δα Φι­λο­λο­γι­κοῦ Συλ­λό­γου Παρ­νασ­σός 6 (1902) 140-145. Βλ. καί πρό­σφα­τη ἀ­να­δη­μο­σί­ευ­ση στά Τρι­κα­λι­νά 9 (1989) 101-105.
[8] Ἐν­δε­χο­μέ­νως πρό­κει­ται γι­ά τόν ἀρ­μα­το­λό Ἀ­θα­νά­σι­ο Μά­ντα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος γεν­νή­θη­κε στήν Ὀ­ξύ­νει­α Κα­λα­μπά­κας τό ἔ­τος 1745 καί πέ­θα­νε στήν Λα­μί­α τό ἔ­τος 1855, σέ ἡ­λι­κί­α 110 ἐ­τῶν. Δι­α­δέ­χτη­κε στό κλε­φταρ­μα­το­λί­κι τῶν Χα­σί­ων τόν Μά­ντα­λο Κρατ­ζο­βί­τη. Πε­ρί τῆς οἰ­κο­γενεί­ας τῶν Μα­ντα­λαί­ων, βλ. Σπα­νου Κ., «Οἱ Χα­σι­ῶ­τες κλε­φταρ­μα­το­λοί Μα­ντα­λαῖ­οι (1700-1855)», σ. 369-397· Νη­μα, Με­τέ­ω­ρα, σ. 109.
[9] Βε­η, Τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, σ. 119, [κώδ. ὑ­π” ἀ­ριθ. 113].
[10] Βε­η, Τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, σ. 345-346, [κώδ. ὑ­π” ἀ­ριθ. 218, σ. 1].
[11] Βε­η, Τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, σ. 198, [κώδ. ὑ­π” ἀ­ριθ. 153, φ. 132r].
[12] Βε­η, Τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, σ. 385, [κώδ. ὑ­π” ἀ­ριθ. 283, φ. 44r].
[13] Βε­η, Τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 252, [κώδ. ὑ­π” ἀ­ριθ. 182, σ. 167-179].
[14] Σο­φι­α­νου, «Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­τη», σ. 21.
[15] Ἀ­να­γρα­φές ὀ­νο­μά­των (18ου αι.) γι­ά «σα­ρα­ντά­ρι» ἐκ ῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς ὑ­πάρ­χουν καί στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 181 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ.
[16] Leakε, «Τα­ξί­δι στή Θεσ­σα­λί­α τοῦ 1809/10», σ. 168.
[17] Curzon, Ἐ­πι­σκέ­ψεις στά μο­να­στή­ρι­α τῆς Ἀ­να­το­λῆς, σ. 95-96.
[18] Νη­μα, Τά Με­τέ­ω­ρα, σ. 109.
[19] Πε­ρί τοῦ Γι­αν­νού­λα Μά­ντα­λου, βλ. Σπα­νου Κ., «Οἱ Χα­σι­ῶ­τες κλε­φταρ­μα­το­λοί Μα­ντα­λαῖ­οι», σ. 389-397.
[20] Curzon, Ἐ­πι­σκέ­ψεις στά Μο­να­στή­ρι­α τῆς Ἀ­να­το­λῆς, σ. 95-96.
[21] Heuzey – Daumet, Mission Archéologique de Macédoine, σ. 440, σημ. 2.
[22] Ου­σπέν­σκυ, Χρι­στι­α­νι­κή Ἀ­να­το­λή, σ. 289.
[23] Ἀ­ρ. 204. Κα­τα­γρα­φή τοῦ ἔτους 1956.
[24] Γεωρ­γι­ά­δου, Θεσσαλία, σ. 195.
[25] Πολυκαρπου [Ραμ­μί­δη] (ἀρχιμ.), Τὰ Με­τέ­ω­ρα, σ. 32.
[26] Bovet, «Ἐ­πί­σκε­ψη στίς μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων τό 1896», σ. 198.
[27] Βέ­η, «Τέσσα­ρες ἐκ­θέ­σεις», σ. 31.

Δες επίσης

Με εικόνες από τα Μετέωρα και πλάνα πάνω από τα μοναστηρια το νέο video clip του Χρήστου Μάστορα

Με εικόνες  από τα Μετέωρα και πλάνα πάνω από τις Ι. Μονές το νέο video ...

Αφήστε μια απάντηση