Πραγματοποιήθηκε σήμερα με συγκίνηση προσκύνημα , από τους Καθηγουμένους και των Μοναχούς των Ιερών Μονών των Μετεώρων, μετά από 70 περίπου χρόνια, στη Ιερά Μονή Αγίας Μονής Μετεώρων.
Σε ύψος αρκετών μέτρων και η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο μέσω αναρρίχησης και η συνδρομή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Καλαμπάκας ήταν δεδομένη στην πραγματοποίηση αυτού του ιστορικού γεγονότος, καθότι διαθέτει άριστα εκπαιδευμένους Υπαλλήλους σε θέματα που αφορούν την επέμβαση της.
Ἁγία Μονή (Γενεσίου τῆς Θεοτόκου) ἤ κελλί τοῦ Βαρλαάμ ( Πέτρινο Δάσος της αδελφής Θεοτέκνης )
Νοτιοδυτικά τῆς μονῆς Ρουσάνου, βορειοανατολικά τῆς μονῆς Βαρλαάμ, στήν τοποθεσία τῆς Στέρνας, ἐπάνω σέ μονόλιθο στύλο, διακρίνουμε τά ἐρείπια τῆς Ἁγίας Μονῆς ἤ Νέας Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἀφιερωμένη στό Γενέσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί εὑρίσκεται σέ ὑψόμετρο διακοσίων πενήντα μέτρων. Βόρεια τοῦ βράχου ὑπῆρχε ἡ ξύλινη ἀνεμόσκαλα μέ 75 βαθμίδες καί δυτικά αὐτοῦ ὑπάρχει μία εὐμεγέθης στέρνα.
Παλαιότερη μνεία: Δέν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ἱδρύθηκε τό προηγηθέν ἐρημητήριο. Ἀπό πατριαρχικό γράμμα μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι ἕνας δραστήριος, χαρισματικός ἡγούμενος καί πνευματικός, ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος, μέ μεγάλη ἤδη συνοδία ἱερομονάχων, μοναχῶν καί λαϊκῶν ὑποψηφίων μοναχῶν, μέ προσωπικές τους δαπάνες ἀλλά καί μέ προσφορές εὐσεβῶν χριστιανῶν, ἀνεκαίνισαν καί ἀνοικοδόμησαν ἐξ ἀρχῆς τό παλαιό ἀσκητήριο πού βρῆκαν στόν οὐρανογείτονα βράχο. Στήν παράδοση τῶν Καστρακινῶν θεωρεῖται «τό κελλί τοῦ Βαρλαάμ»[1]. Πιθανότατα ἦταν ἐκεῖ ἡ πρώτη κατοικία τοῦ ἀσκητῆ Βαρλαάμ, προτοῦ μεταβεῖ στόν φερώνυμο βράχο.
Ἡ τοποθεσία ἦταν γνωστή ὡς Στέρνα. Ὄντως ὄπισθεν τοῦ βράχου ὑπάρχει εὐμεγέθης στέρνα πρός συγκέντρωση ὕδατος καί ἡ ἐπιφάνεια τοῦ βράχου ἦταν λίαν περιορισμένη. Ἔτσι κατ’ ἀνάγκην ἔπρεπε νά καλύψουν μέ τίς ἀπαραίτητες οἰκοδομές τόν διαθέσιμο χῶρο, ἀλλά καί νά αὐξήσουν τό κτιριακό συγκρότημα σέ ἐπάλληλους ὀρόφους, καθώς ἐμφαίνεται ἀκόμη σέ διασωθεῖσες παλαιές φωτογραφίες τῆς ἐν λόγῳ μονῆς.
Τό 1614 ὁ παπα-Νικηφόρος φρόντισε καί μετέτρεψε τό ἱερό μονύδριο σέ σταυροπηγιακή πατριαρχική μονή μέ σιγιλλιῶδες γράμμα[2] τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Τιμοθέου Β΄. Τό γράμμα αὐτό εὑρίσκεται στό ἀρχεῖο ἐγγράφων τῆς μονῆς Βαρλαάμ (ἀρ. 10). Ἀντίγραφό του, ὡσαύτως, σώζεται καί στήν ἱερά μονή Ἁγίου Στεφάνου.
Ἡ Ἁγία Μονή διέθετε, τότε, ἐννέα ἱερομονάχους καί ὀκτώ μοναχούς. Τά ὀνόματα τῶν ἱερομονάχων ἦταν: Νικηφόρος, Ἰωαννίκιος, Ἀρσένιος, Μητροφάνης, Διονύσιος, Κύριλλος, Φιλόθεος, Δανιὴλ καὶ Ματθαῖος. Μοναχοί δέ ἦταν: Γρηγόριος, Νεῖλος, Νεόφυτος, Παγκράτιος, Παχώμιος, Μακάριος, Ἰωαννίκιος καί Διονύσιος.
Μετά τήν σχετική εἰσαγωγή ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Τιμόθεος Β΄ ἀναφέρει: «Οἱ κατὰ τὴν ἁγιωτάτην Ἐπισκοπὴν Σταγῶν εὑρισκόμενοι ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ ὅ,τε παππᾶ Νικηφόρος, παππᾶ Ἰωαννίκιος, παππᾶ Ἀρσένιος, παππᾶ Μητροφάνης, παππᾶ Διονύσιος, παππᾶ Κύριλλος, παππᾶ Φιλόθεος, παππᾶ Δανιήλ, παππᾶ Ματθαῖος, Γρηγόριος, Νεῖλος, Νεόφυτος, Παγκράτιος, Παχώμιος, Μακάριος, Ἰωαννίκιος, Διονύσιος οἱ μοναχοὶ καὶ ἄλλοι οὐκ ὀλίγοι πρόθυμοι τὴν ἡσυχίαν καὶ ἐρημίαν οἱ ἐπιποθοῦντες ἐπεὶ εὗρον τόπον εὐάρεστον καὶ ἐπιτήδειον ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς καλουμένης Στέρνας πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Βαρλαάμ, δαπανήσαντες οἴκοθεν καὶ ἐξ ἐλεημοσυνῶν ἀνήγειραν καὶ ἀνεκαίνισαν μονύδριον εἰς δόξαν Θεοῦ πρὸς ἡσυχίαν καὶ ἄσκησιν αὐτῶν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ τοῦτο ἐκ βάθρων καὶ ἐκ θεμελίων ἀνῳκοδόμησαν· ὅθεν καὶ ἀδείᾳ ἡμετέρᾳ σταυρὸν ἱερὸν ἔλαβον καὶ σταυροπήγιον πατριαρχικὸν εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι κανονικῶς ἐζήτησαν ἠξίωσάν τε καὶ τὴν ἡμῶν μετριότητα διὰ γράμματος ἐλευθερωτηρίου τιμῆσαι αὐτὸ καὶ ἀκαταπάτητον καὶ ἀζήμιον εἶναι ὡς πατριαρχικὸν σταυροπήγιον» (ΟΔ).
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου: Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα ἡ Ἁγία Μονή ἀνήκει ὡς κελλίο στό Μεγάλο Μετέωρο. Στό γνωστό ‘Κατάστιχο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελλιωτῶν’ ἡ ὡς Μονή ἀναφέρεται ἕκτη στήν σειρά μέ τόν τίτλο «ἡ Παναγία ἡ νέα μονή»[3]. Προσφέρει δέκα ἄσπρα, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἦταν πτωχότατο μοναστήρι, καθότι νεοϊδρυμένο.
Στήν ζητεία τῶν μοναστηριῶν τῶν Μετεώρων πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἰωάννη Βασίλειο Lupu (1634-1653) συνυπογράφουν ἔνατοι στήν σειρά «οἱ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Μονῇ πατέρες»[4]. Ὑπογράφει δέ ὡς ἡγούμενος ὁ ἱερομόναχος Χαραλάμπης.
Σύμφωνα μέ τόν Κώδικα Τρίκκης καί πληροφορίες τοῦ Οὐσπένσκυ στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. (1710) τό μοναστήρι ἐγκαταλείφθηκε. Ἕξι δεκαετίες κατόπιν στά 1771 ἀνακτίσθηκε, ἐνῶ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν προσθῆκες σέ προϋπάρχοντα κτίρια.
Εἰδικότερα στόν Κώδικα Τρίκκης[5] (φ. 142v) σημειώνεται ὅτι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1710 ἔγινε ἡ καταγραφή τῶν ἱερῶν σκευῶν τοῦ μοναστηρίου τῆς Ἁγίας Μονῆς τῶν Μετεώρων. Βρέθηκαν λίγα πράγματα καί τά μετέφεραν στόν καθεδρικό ναό τῆς πόλεως τῶν Σταγῶν (ἤτοι στήν Παναγία) ὑπό τόν ὅρο, ὅταν τό μοναστήρι αὐτό ἀνασυσταθεῖ, νά ἐπιστραφοῦν τά ἀντικείμενα στήν Ἁγία Μονή, ἡ ὁποία καί θά ὀφείλει νά πληρώσει στόν ναό τῆς Παναγίας πέντε γρόσια γιά τήν μεταφορά τους.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Π. Οὐσπένσκυ[6] μᾶς γνωστοποιεῖ τά ἀκόλουθα γιά τήν Ἁγία Μονή:
«1. Στόν ἐξωτερικό τοῖχο τῆς μονῆς, δίπλα στό καθολικό, στόν ἐξώστη ὑπῆρχε ἐπιγραφή πού πληροφοροῦσε ὅτι αὐτό τό τμῆμα τοῦ κτιρίου εἶχε κατασκευαστεῖ τό 1771 μέ δαπάνες τοῦ ἡγουμένου Γαβριήλ.
2. Στά 1790 δωρήθηκε στό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Μονῆς, ἀπό τόν ἱερέα Γαβριήλ ἀπό τά Ἀμπελάκια, ξύλινη λειψανοθήκη μέ τεμάχια τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μερκουρίου καί τῆς ἁγίας Μακρίνης.
3. Τό 1792, Αὐγούστου 25, ἡμέρα Τετάρτη ἐκοιμήθη ὁ παπα-Γαβριήλ Ἁγιαμονίτης, (σύμφωνα μέ σημείωση στόν ὑπ’ ἀριθ. 251 κώδικα[7] τῆς βιβλιοθήκης τῆς Πετρουπόλεως, προερχόμενον ἐκ τῆς μονῆς Βαρλαάμ).
4. Ἡ ἐπιγραφή ἱστορήσεως στόν ναό τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου ἔγραφε ὅτι ὁ ναός ἱστορήθηκε μέ δαπάνη τοῦ καπετάνιου Ἀθανασίου Μανδαλοπούλου[8] καί τοῦ ἱερέως Εὐθυμίου Δούκα ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Κυπριανοῦ (;) κατά τό ἔτος 1821, διά χειρός Χριστοδούλου ἐξ Ἰωαννίνων.
Στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ἡγούμενος στό μοναστήρι ὑπῆρξε ὁ ἱερομόναχος Γαβριήλ Ἁγιαμονίτης († 25/8/1792), γνωστός σταχωτής (= βιβλιοδέτης) κωδίκων. Ὑπῆρξε σταχωτής τῶν κωδίκων ὑπ’ ἀριθ.: 113, 147, 218 τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί τῶν ὑπ’ ἀριθ.: 83, 84, 89 [μή σωζομένου] κωδίκων τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ἰδιόγραφα σημειώματά του σώζονται σέ κώδικες τῆς μονῆς Βαρλαάμ ὑπ’ ἀριθ.: 98, 103, 113, 147, 218.
Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 113, στό ἐπικεκολλημένο παράφυλλο τῆς πινακίδας, διαβάζουμε: «† Ἔδισα τὸ παρὸν 1758ῳ (…) εὐτελὴς Γαβριὴλ ἱερομόναχος»[9] (ΟΔ). Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 218 τῆς μονῆς Βαρλαάμ στήν σ. 1, ὑπάρχει ἡ ἐνθύμηση: «Ἡ παροῦσα παῤῥησία ὑπάρχει τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων ἐπονομαζομένης τοῦ Βαρλαάμ καί ἐγράφη ἐν τῷ Στύλῳ αὐτῆς ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρίου Ἀνατολίου τοῦ ἐκ Τρίκκης, καί ἐπιμελείᾳ Χριστοφόρου ἱερομονάχου καὶ ἐδέθη διὰ χειρὸς Γαβριὴλ Ἁγιαμονίτου, ἐν ἔτει ͵αψπη΄ [=1788] κατὰ μῆνα Μάϊον τῇ ιγ΄»[10] (ΟΔ). Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 153, σ. 132r ἀναγράφεται τό κωδικογραφικό σημείωμα: «Ἐτοῦτο τὸ βιβλίον εἶναι τοῦ παπα-Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Μονήν»[11] (OΔ). Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 283, φ. 44r: «1785· Αὐγούστου 28 Γαβριὴλ τάχα ἱερομονάχου καὶ θύτου»[12] (ΟΔ).
Στά 1756 ὁ Γαβριήλ Ἁγιαμονίτης ἔγινε σταυροφόρος μοναχός στίς 30 Ἰανουαρίου στό παρεκκλήσιο τῆς μονῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στό Βαρλαάμ ἀπό τόν Γέροντά του Χατζη-Ἀγάπιο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἐνθύμηση στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 103 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 2r: «† ἔτους 1756, μήν Ἰανουάριος 30, ὅταν ἔγενα ἐγώ ὁ παπα-Γαβριήλ σταυροφόρος (μοναχός) τήν ἡμέρα τῶν ἁγίων τριῶν ἱεραρχῶν, ἡμέρα Τρίτη εἰς τό παρεκκλήσι καί ἔχω τόν χατζη-Ἀγάπιο γέροντα» (OΔ).
Ὁ Γαβριήλ Ἁγιαμονίτης ἦταν, ἐπίσης, ὀλιγογράμματος ἀντιγραφέας κωδίκων (ὑπ’ ἀριθ. 283) ἀλλά εἶχε καί ἁπλοϊκό ποιητικό τάλαντο, ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά σημειώνει : «Ποίημα εἰσι ἐμοῦ Γαβριήλ ἀγραμμάτου καὶ ἀναξίου, καὶ καθηγητοῦ τῆς Ἁγίας Μονῆς τοῦ μονυδρίου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πλησίον οὖσα τοῦ Βαρλαάμου· καὶ κατ’ ἔμπροσθεν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου»[13] (ΟΔ).
Στά 1786 συνέθεσε στιχούργημα ἀναφερόμενο στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ καί σέ ἄλλες μετεωρίτικες μονές, τό ὁποῖο περιέχεται στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 182 τῆς μονῆς Βαρλαάμ, στίς σελίδες 169-179. Στό ποίημα προτρέπει καί γιά τήν ἐπίσκεψη στό πτωχό του ἀσκητήριο:
«Ὅταν εἰς τόν Ἅγιον Νικόλαον φθάσῃς,
ἀπό τήν Ἁγίαν Μονήν κοντά μέλλεις ἀπεράσῃς.
Κάμε καί αὐτήν νά τήν ἐλεήσῃς,
Πρόσεχε καλῶς μήν τήν ἀποσκυβαλίσῃς·
Αὐτό εἶναι τό πτωχότερον ἀπό τά μοναστήρια ὅλα·
Νά κυβερνήσῃς καί αὐτό διά τήν ψυχήν σου
Καί ἕξεις τόν μισθόν εἰς τόν αἰῶνα»[14].
Ἀνάμεσα στούς χειρόγραφους κώδικες πού φυλάσσονται σήμερα στήν μονή Βαρλαάμ ὑπάρχουν καί κώδικες προερχόμενοι ἐκ τῆς Ἁγίας Μονῆς, (ὑπ’ ἀριθ. 113, 153, 182. Ὁ κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 221 (19ου αἰ.) ἀποτελοῦσε τήν ‘πρόθεση’ μέ μνημονεύσεις ὀνομάτων[15] τῆς Ἁγίας Μονῆς. Τά περισσότερα φύλλα εἶναι ἄγραφα.
Στά 1809-10 ὁ Ἄγγλος συνταγματάρχης W. M. Leake μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ μονή ἦταν κενή.[16] Τίς δύο ἑπόμενες δεκαετίες τό μοναστήρι ὑπῆρξε καταφύγιο πολλῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἔτσι ὁ λόρδος R. Curzon[17], ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τήν Θεσσαλία στά 1834, μᾶς δίδει τήν πληροφορία ὅτι τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί ἡ Ἁγία Μονή εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τούς μοναχούς. Τότε βρῆκαν καταφύγιο ἄνθρωποι ἀπό τήν περιοχή ἐξ αἰτίας τῆς πρόσφατης πυρκαϊᾶς καί λεηλασίας πού εἶχε ὑποστεῖ ἡ Καλαμπάκα ἀπό τούς ληστές. Ἡ λεηλασία[18] αὐτή ἴσως νά ἔγινε ἀπό τήν συμμορία τοῦ ληστῆ Γιαννούλα Μάνταλου[19], ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε τήν Ἁγία Μονή ὡς καταφύγιο. «Παρατηρώντας –γράφει ὁ R. Curzon– ὅτι τό χωριό Καλαμπάκα παρουσίαζε μία μοναδικά μαύρη ἐμφάνιση, ρώτησα τόν λόγο. Πρόσφατα, εἴπανε, εἶχε καεῖ καί λεηλατηθεῖ ἀπό τούς κλέφτες ἤ ληστές, καί τό ὑπόλοιπο τῶν κατοίκων εἶχε βρεῖ καταφύγιο στά δυό μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τῆς Ἁγίας Μονῆς, πού εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τούς καλόγερους λίγο καιρό πρίν»[20].
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τό μονύδριο τῆς Ἁγίας Μονῆς μεταξύ ἄλλων ὀκτώ κατοικημένων μετεωρίτικων μονῶν (Μετέωρο, Βαρλαάμ, Ἅγιος Στέφανος, Ἁγία Τριάς, Ἅγιος Νικόλαος, Ἁγία Μονή, Ὑπαπαντή καί Ρουσάνη).[21]
Ὁ Πορφύριος Οὐσπένσκυ, κατά τό ἔτος 1859, ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἁγία Μονή εἶναι μισογκρεμισμένη ἀπό μεγάλο σεισμό πού συνέβη τόν Δεκέμβριο τοῦ 1858. Ὁ μοναδικός μοναχός της ἀγωνίζεται γιά τήν ἀνοικοδόμησή της φροντίζοντας ὅμως καί γιά τήν συχνή τέλεση στό μοναστήρι τῆς θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία τελοῦσε ἱερέας ἀπό τό Καστράκι. Ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ[22] ὅτι ὁ ἡγούμενος Γαβριήλ τῆς Ἁγίας Μονῆς προσέφερε κάθε χρόνο 1000 πιάστρα (50 ρούβλια) γιά τήν συντήρηση γυναικείας Σχολῆς – Παρθεναγωγείου στήν Λάρισα. Συμμοναστής του ἐπάνω στόν βράχο ἦταν ὁ ἱεροδιάκονος Παρθένιος. Ἐπιπροσθέτως ἀναφέρει ὅτι ὁ πρώην ἡγούμενος ὀνομαζόταν Ἀνατόλιος καί εἶχε ζήσει πάνω στόν ἐν λόγῳ βράχο 25 χρόνια.
Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Μονῆς ἦταν ἀφιερωμένος στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Τοῦτο γνωρίζουμε ἀπό «ἁπανταχοῦσα»[23], τήν ὁποία ἀπέστειλε στίς 11 Ἰανουαρίου 1866 ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Θεόφιλος (1854-1869) πρός τούς κληρικούς καί πάντας τούς Χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά βοηθήσουν τόν ἡγούμενο Γερμανό τοῦ ἐν Μετεώροις μοναστηρίου τῆς Ἁγίας Μονῆς «ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Γενεσίου τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας τιμωμένου» γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἐν λόγῳ μοναστηρίου.
Στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. τό μοναστήρι ὑπάρχει ἀκόμη κτιριακά. Ὁ Ν. Γεωργιάδης τήν ἀναφέρει μεταξύ τῶν τεσσάρων μικροτέρων μονῶν τῶν Μετεώρων: Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίας Μονῆς, Ρουσάνου καί Ἁγίας Τριάδος.[24]
Ὁ προηγούμενος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Πολύκαρπος Ραμμίδης μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς: «Περιέχει δὲ τὸν ναόν, τέσσαρα δωμάτια διὰ τοὺς μονάζοντας καὶ μίαν δεξαμενήν· ἡ κλῖμαξ αὐτοῦ σύγκειται ἐξ ἑβδομήκοντα πέντε βαθμίδων, καὶ ἔχει πανταχόθεν-ὕψος διακοσίων πεντήκοντα καὶ ἐπέκεινα μέτρων. Ἡ ἀνάβασις αὐτοῦ εἶναι δυσκολωτάτη καὶ κινδυνώδης»[25].
Ἡ Marie-Anne Bovet κατά τήν ἐπίσκεψή της στίς μονές τῶν Μετεώρων, τό 1896, τήν ἀναφέρει ἀνάμεσα στίς στερούμενες καλογήρων μονές: «τά περισσότερα μοναστήρια εἶναι σήμερα ἐρειπωμένα καί ἀκατοίκητα, ὅπως ἡ Δούπιανη, ἀφιερωμένη στήν Θεοτόκο, τῆς Ὑπεραγίας (=Ἁγίας Μονῆς), τοῦ Καλλιστράτου καί τοῦ Παντοκράτορος»[26].
Στόν καιρό τῆς ἰταλογερμανικῆς κατοχῆς τό μοναστήρι ὑπέστη μεγάλα πλήγματα. Ὁ βυζαντινολόγος Ν. Βέης γράφει: «Ἡ Ἁγία Μονή, φαίνεται ὅτι ὑπέστη ζημίας ἐκ βομβαρδιμοῦ, ἀλλ’ αὗται δὲν δύνανται ἀσφαλῶς νὰ καθορισθῶσι, διότι ἡ μονὴ αὕτη εἶναι ἄβατος».[27] Αὐτό φαίνεται ἦταν ἡ χαριστική βολή γιά τό ἡμιερειπωμένο μοναστήρι.
Ἀπό τό 1995 ἡ Ἁγία Μονή μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 57/1.2.1995 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ εἶναι μετόχι τῆς μονῆς Βαρλαάμ.
Σήμερα πού τά τεχνικά μέσα (σκαλωσιές ἐκ σιδήρου, γερανοί κλπ.) εἶναι ἀνεπτυγμένα, θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά εὑρεθεῖ ὁ νέος ἀναστηλωτής τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.
[1] Παπασωτηριου, Μετέωρα, σ. 131.
[2] Δημοσίευση κειμένου, βλ. Βέη, «Συμβολή», σ. 326-328, ἀρ. 25.
[3] Βέη, «Συμβολή», σ. 236μστ-236νε, 278, ἀρ. 8.
[4] Βέη, «Συμβολή», σ. 236νε-236νστ, 279-283, ἀρ. 9.
[5] Καλουσιου, Κώδικας Τρίκκης, σ. 244-245· τοῦ Ιδιου, «Ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν στόν κώδικα Τρίκκης», σ. 141-157.
[6] Ουσπένσκυ, Χριστιανική Ἀνατολή, σ. 445-446. Πρβλ. καί σ. 225-226.
[7] Τά ὀκτώ παράφυλλα (ἀπό τά ὁποῖα βρῆκε τίς ἀναγραφόμενες σημειώσεις ὁ Πορφύριος Οὐσπένσκυ), μαζί μέ ἄλλα φύλλα χειρογράφων, τά ὁποῖα ἔλαβε μαζί του ὁ ἐν λόγῳ Ρῶσος ἐρευνητής ἀπό τήν μονή Βαρλαάμ, συναπετέλεσαν ἕνα μικρό κώδικα, ὁ ὁποῖος περιῆλθε τό 1883 στήν κεντρική Βιβλιοθήκη Πετρουπόλεως, ὑπ’ ἀριθμόν 251. Ὁ κώδικας αὐτός ἔχει ταχθεῖ στά ἑλληνικά χειρόγραφα τῆς Βιβλιοθήκης. Τά χρονογραφικά αὐτά σημειώματα δημοσίευσε ὁ Ἀθανάσιος Παπαδόπουλος Κεραμεύς στά «Θεσσαλικά σημειώματα», στήν Ἐπετηρίδα Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός 6 (1902) 140-145. Βλ. καί πρόσφατη ἀναδημοσίευση στά Τρικαλινά 9 (1989) 101-105.
[8] Ἐνδεχομένως πρόκειται γιά τόν ἀρματολό Ἀθανάσιο Μάνταλο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Ὀξύνεια Καλαμπάκας τό ἔτος 1745 καί πέθανε στήν Λαμία τό ἔτος 1855, σέ ἡλικία 110 ἐτῶν. Διαδέχτηκε στό κλεφταρματολίκι τῶν Χασίων τόν Μάνταλο Κρατζοβίτη. Περί τῆς οἰκογενείας τῶν Μανταλαίων, βλ. Σπανου Κ., «Οἱ Χασιῶτες κλεφταρματολοί Μανταλαῖοι (1700-1855)», σ. 369-397· Νημα, Μετέωρα, σ. 109.
[9] Βεη, Τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 119, [κώδ. ὑπ” ἀριθ. 113].
[10] Βεη, Τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 345-346, [κώδ. ὑπ” ἀριθ. 218, σ. 1].
[11] Βεη, Τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 198, [κώδ. ὑπ” ἀριθ. 153, φ. 132r].
[12] Βεη, Τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 385, [κώδ. ὑπ” ἀριθ. 283, φ. 44r].
[13] Βεη, Τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, σ. 252, [κώδ. ὑπ” ἀριθ. 182, σ. 167-179].
[14] Σοφιανου, «Ἱερομονάχου Γαβριήλ Ἁγιαμονίτη», σ. 21.
[15] Ἀναγραφές ὀνομάτων (18ου αι.) γιά «σαραντάρι» ἐκ ῆς Ἁγίας Μονῆς ὑπάρχουν καί στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 181 τῆς μονῆς Βαρλαάμ.
[16] Leakε, «Ταξίδι στή Θεσσαλία τοῦ 1809/10», σ. 168.
[17] Curzon, Ἐπισκέψεις στά μοναστήρια τῆς Ἀνατολῆς, σ. 95-96.
[18] Νημα, Τά Μετέωρα, σ. 109.
[19] Περί τοῦ Γιαννούλα Μάνταλου, βλ. Σπανου Κ., «Οἱ Χασιῶτες κλεφταρματολοί Μανταλαῖοι», σ. 389-397.
[20] Curzon, Ἐπισκέψεις στά Μοναστήρια τῆς Ἀνατολῆς, σ. 95-96.
[21] Heuzey – Daumet, Mission Archéologique de Macédoine, σ. 440, σημ. 2.
[22] Ουσπένσκυ, Χριστιανική Ἀνατολή, σ. 289.
[23] Ἀρ. 204. Καταγραφή τοῦ ἔτους 1956.
[24] Γεωργιάδου, Θεσσαλία, σ. 195.
[25] Πολυκαρπου [Ραμμίδη] (ἀρχιμ.), Τὰ Μετέωρα, σ. 32.
[26] Bovet, «Ἐπίσκεψη στίς μονές τῶν Μετεώρων τό 1896», σ. 198.
[27] Βέη, «Τέσσαρες ἐκθέσεις», σ. 31.