Ο «πονηρός Σαμιώτης» όπως αποκαλούσε χιουμοριστικά τον εαυτό του, Νίκος Σταυρίδης, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη που μπήκε στο χώρο του θεάματος τυχαία, ψάχνοντας λίγα χρήματα παραπάνω, μαγεύτηκε από το μεγαλείο της σκηνής και κατάφερε να κατακτήσει τα όνειρα του.

Οι τραγικές απώλειες

Έχασε τους γονείς και τον αδερφό του, ο οποίος πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας τους. Όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του πατέρα του ήταν σε περιοδεία και πρόλαβε οριακά να τον αποχαιρετήσει. «Ο φοβερός… νόμος του θεάτρου, σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα» έλεγε.

Μια ακόμα απώλεια σημάδεψε την ζωή του. Ο θάνατος της 27χρονης, πρώτης συζύγου του, Ντόρας Καριώτου, τον στιγμάτισε. Ήταν μια νέα ηθοποιός, με ταλέντο. Μόλις παντρεύτηκαν ανακάλυψαν ότι έχει όγκο στο κεφάλι. Πήγε στο εξωτερικό για θεραπείες, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.

Ο ίδιος θυμόταν τις στιγμές και την δύναμη που έπρεπε να δείξει πάνω στη σκηνή:

«Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο Μετροπόλ. Βγήκα στη σκηνή. Το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντίλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς.

Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό “Φτάνει, φτάνει, φτάνει…”. Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα»….

Ο Νίκος Σταυρίδης λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή το 1987. Η φωτογραφία είναι από τα γενέθλια του «εγγονού» του -όπως τον αποκαλούσε- γιου της ηθοποιού Μαρίνας Παυλίδη. Πηγή φωτογραφίας: Ανάρτηση της Δήμητρας Φωτακίδου στην ομάδα Παλιός Κλασικός Ελληνικός Κινηματογράφος

Ο Σταυρίδης παντρεύτηκε άλλες δυο φορές και απέκτησε μια κόρη που λάτρευε, την Δανάη. Γηροκομήθηκε τελικά από την Μαρίνα Παυλίδη, κόρη της τελευταίας του συντρόφου, στο σπίτι του στη Κάτω Κηφισιά έχοντας σαν εγγονάκια του τα 2 παιδιά της Μαρίνας.

Η αξιοπρεπής αποχώρηση και το παράπονο

Σε συνέντευξη που είχε δώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» είχε αποκαλύψει ότι η αποχώρηση του από τη σκηνή θα σήμαινε και το τέλος της ζωής του.

Η κατώτερη σύνταξη που του αναλογούσε ήταν 7.000 δραχμές. «Δεν θέλω σύνταξη παρηγοριάς. Προτιμώ να πεθάνω, πριν αναγκαστώ να πάρω αυτά τα χρήματα. Θα είναι μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Δεν θα μπορέσω να ζήσω», έλεγε στη δημοσιογράφο, Μαίρη Παραπονιάρη.

Παραδέχτηκε με πικρία ότι παρά το έργο που προσέφερε, δεν ανήκε στους καλά αμειβόμενους ηθοποιούς.

Περιέγραψε την συνεχή ανταπόκριση του κόσμου που του έδινε κουράγιο να συνεχίσει. «Δεν με αφήνουν να πληρώσω εισιτήριο στο τρόλεϊ. Οι ταξιτζήδες δεν μου παίρνουν λεφτά. Συγκινούμαι με τον τρόπο που ο κόσμος μου δείχνει την αγάπη του».

Ο Σταυρίδης θέλησε να φύγει από την σκηνή πριν ξεθωριάσει η εικόνα του. Όπως είπε πήρε την απόφαση της αποχώρησης για να μην ακούσει την έκφραση «ο καημένος».

Πρώτος ρόλος ο «λούστρος»

Γεννήθηκε στο Βαθύ, το 1910. Σε φτωχή οικογένεια, πέρασε τα παιδικά του χρόνια δουλεύοντας στο μπακάλικο του πατέρα του. Αργότερα, έγινε βοηθός καραγκιοζοπαίχτη και μηχανικού προβολής.

Όταν έφτασε στην Αθήνα εργάστηκε σε αποθήκη πολεμικού υλικού στον Πειραιά, με ένα μισθό που δεν κάλυπτε ούτε τις βασικές του ανάγκες για φαγητό. Βρέθηκε τυχαία έξω από το θέατρο «Έντεν» και μπήκε μέσα με όλο του το κουράγιο για να ζητήσει ακρόαση από τον μαέστρο.

Όπως είχε εξομολογηθεί, όσο ζούσε στη Σάμο έκανε ερασιτεχνικές παραστάσεις και τραγουδούσε. Η φωνή του Σταυρίδη, ήταν ένα από τα μεγάλο του χαρίσματα, που τελικά του άνοιξε την πόρτα σε μια νέα ζωή.

Πρώτη του παράσταση η «Λοβιτούρα» κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Έκανε ένα λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Βασίλη Αυλωνίτη.

«Έπρεπε στο τέλος να του κολλήσω ένα χαρτόσημο στο παπούτσι, γιατί τότε έτσι γινόταν. Παντού κολλούσαν χαρτόσημο» είχε πει σε συνέντευξη του. Η ατάκα του ήταν «Μια δραχμή το καθάρισμα και 30 το χαρτόσημο…1,30».

Επόμενος σταθμός, η συνεργασία με τις αδερφές Καλουτά. Περίοδος που πάντα αναπολούσε με συγκίνηση. «Τι διάολος αυτή η Άννα. Φτερό ήμουν στα χέρια της. Με πετούσε από δω, με έφερνε από κει. Δεν θα την ξεχάσω», έλεγε ο Σταυρίδης.

Το 1939 ασχολήθηκε με την οπερέτα, αλλά από το 1942 και μετά, σχημάτισε θιάσους επιθεώρησης σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Καίτη Ντιριντάουα, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σοφία Βέμπο, ο Κώστας Χατζηχρήστος, παίζοντας σε περισσότερα από 100 έργα που απογείωσαν την επιθεώρηση.

Στη φωτογραφία αγκαλιά με τον Μίμη Φωτόπουλο. Μαζί τους οι Χρήστος Ευθυμίου και Γιάννης Γκιωνάκης. Η κυρία της παρέας είναι η Σπεράντζα Βρανά

«Γλου γλου γλου»

Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε σχετικά αργά, με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο Θείο» το 1950, παραγωγή Φίνος Φιλμ, και συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες κυρίως του Τσιφόρου, του Λάσκου και του Σακελλάριου, αλλά και του Γλυκοφρύδη, του Γρηγορίου, του Ανδρίτσου και άλλων.

Από τις 120 ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, μόνο οι 3 ήταν της Φίνος Φιλμ. Ταινίες ωστόσο ξεχωριστές που έγραψαν ιστορία στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία.

Η πρώτη «Έλα στον Θείο» (1950) στο ρόλο του μεγαλομπακάλη της εποχής, μαζί με τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Μίμη Φωτόπουλο και τη Σπεράντζα Βρανά, «Τα Κίτρινα Γάντια» (1954), στον αξέχαστο ρόλο του ζηλιάρη συζύγου της Μάρως Κοντού, και «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), στο μοναδικό δίδυμο με την Γεωργία Βασιλειάδου.

Ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν στο απόγειο του τη δεκαετία του 1960. Εκείνος ήταν πλέον ένας έμπειρος ηθοποιός με καριέρα 30 ετών και δυνατές συνεργασίες. Το πηγαίο του ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό τον βοήθησε να παίζει αβίαστα.

Είχε χαρακτηριστικό γέλιο. Δυνατό και κοφτό. Το διαχειριζόταν όπως ήθελε. Εκεί που ξεκαρδιζόταν, εκεί απότομα σοβάρευε. Στην ταινία «Ο Εξυπνάκιας» ο διάλογος με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ που υποδυόταν τον αφελή υποψήφιο υπάλληλο είναι ένα ακόμα αυτοσχεδιαστικό ντοκουμέντο του ηθοποιού.

Ο Σταυρίδης ήταν το αφεντικό που έψαχνε απεγνωσμένα έναν…βλάκα γιατί είχε απογοητευτεί από τις πρωτοβουλίες των έξυπνων υπαλλήλων του. Γι αυτό άλλωστε όταν τον συνάντησε, η κρίσιμη ερώτηση που του έκανε ήταν «Είσαι βλάκας;». 

Ατάκες όπως το «γλου γλου γλου» στην ταινία «Ευτυχώς τρελάθηκα», η σκηνή με τον Γκιωνάκη στα «Κίτρινα Γάντια» που του ζητούσε πορτοκαλάδα (από πορτοκάλια) και λεμονάδα (από λεμόνια), είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.

Η συνύπαρξη του με την Γεωργία Βασιλειάδου στην «Ωραία των Αθηνών», μαζί με τους Μίμη Φωτόπουλο και Βασίλη Αυλωνίτη αποτελούσε την πιο επιτυχημένη συνταγή για την κωμωδία.

Αλησμόνητος είναι και ο «γερμάς», το χαϊδευτικό της πλανεύτρας Πόπης Λάζου στην ταινία «Τρίτη και 13», όπου έπαιξε το ρόλο ενός ακραία προληπτικού άντρα που δημιουργούσε συνεχώς μπελάδες με τις βασκανίες και τις γρουσουζιές που πίστευε ότι τον κυνηγούσαν.

Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν απλός και προσιτός. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Σωτήρης Μουστάκας τον θεωρούσαν σπουδαίο δάσκαλο. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών στη γενέτειρά του τη Σάμο, στις 14 Δεκεμβρίου 1987 και κηδεύτηκε δυο μέρες αργότερα στην Κηφισιά.

Πηγή: Μηχανή του Χρόνου