Η παιδοκτονία που είχε συγκλονίσει την Ελλάδα το 1999.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο άντρας και γιατί σκότωσε τα τρία παιδιά του; Αν υπάρχει “γιατί”.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ο Γ.Μ. και η Α.Μ. αποφάσισαν να κλεφτούν το 1986 και να παντρευτούν, ενάντια στη θέληση των οικογενειών τους ή μάλλον πιο σωστά, της οικογένειάς τους. Ήταν δεύτερα ξαδέρφια και προφανώς οι γονείς τους αντιδρούσαν σε αυτήν την προοπτική, είχαν μαλώσει πολλές φορές από τότε που οι ερωτικές τους σχέσεις αποκαλύφθηκαν.
Ο γάμος τους έγινε, έπιασαν ένα σπίτι στην Κρήτη από όπου ήταν και η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε με τα τέσσερα παιδιά τους που ήρθαν, ένα κορίτσι και τρία αγόρια.
Το ζευγάρι μερικά χρόνια αργότερα θα αρχίσει να περνάει κρίση, να καβγαδίζει και να εκτοξεύει εκατέρωθεν απειλές, με πιο συχνή την “θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω” της συζύγου. Και πράγματι, μια μέρα θα φύγει απ’ το σπίτι τους και το ζευγάρι πλέον θα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση που οι νομικοί αποκαλούν “εν διαστάσει”. Ο Γ.Μ. όμως θα αρνηθεί να της δώσει διαζύγιο.
Τον Ιούνιο του 1999 ο 40χρονος πήγε στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του και της ζήτησε να δει για λίγο τα παιδιά τους, να τα πάει μία βόλτα με το αυτοκίνητο. Η γυναίκα προφανώς και δεν κατάλαβε τι είχε στο μυαλό του ο 40χρονος και του το επέτρεψε. Όταν έφυγε πια απ’ το σπίτι την πήρε τηλέφωνο και της φώναξε ότι αν δεν τον συναντούσε στο μέρος που θα της υποδείκνυε, θα σκότωνε τα παιδιά τους. Φαίνεται όμως ότι το είχε αποφασίσει έτσι κι αλλιώς αφού κάθε μισή ώρα την έπαιρνε τηλέφωνο και της άλλαζε συνέχεια την τοποθεσία της υποτιθέμενης συνάντησής τους.
Η Α.Μ. φοβήθηκε και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Στην εθνική οδό Ηρακλείου-Αγίου Νικολάου οι αστυνομικοί θα το εντοπίσουν και θα αρχίσουν να τον καταδιώκουν. Εκείνος θα αναπτύξει ταχύτητα και θα τους ξεφύγει. Προσωρινά.
Κοντά στον παραλιακό οικισμό Κοκκίνη Χάνι το αυτοκίνητό του θα πάθει βλάβη και θα αναγκαστεί να το εγκαταλείψει, χωρίς να πάρει τα παιδιά μαζί του. Η αστυνομία θα βρει το αυτοκίνητο, θα βρει τα παιδιά, αλλά όχι κι εκείνον. Τα τέσσερα παιδιά θα τα μεταφερθούν προληπτικά στο νοσοκομείο.
Αίσιο τέλος, δεν υπήρξε όμως και αίσια συνέχεια.
Δυο μήνες μετά, στις 20 Σεπτεμβρίου ο άντρας θα εμφανιστεί ξανά και θα πάει πάλι στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του. Πάλι θα της ζητήσει τα παιδιά για μια βόλτα, για να τα πάει να αγοράσουν παιχνίδια και δώρα. Και πάλι θα τα πάρει.
Ο Γ. Μ. κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Λινοπεραμάτων και γύρω στις 20.30 έφτασε στις εκβολές του ποταμού Αλμυρού, όπου και τράβηξε χειρόφρενο. Έδεσε τη 12χρονη κόρη του με κορδόνια παπουτσιού στον λεβιέ του αυτοκινήτου, της έκλεισε το στόμα και έβγαλε τα τρία αγόρια έξω, τον 10χρονο Γιάννη, τον 4χρονο Νίκο και το 2χρονο αδερφάκι τους, το οποίο ακόμη δεν είχε βαπτιστεί. Ο ποταμός εκείνη την ώρα είχε φουσκώσει, τα νερά ήταν ορμητικά. Έριξε μέσα τα τρία αγόρια του και αφού βεβαιώθηκε ότι πνίγηκαν, γύρισε στο αυτοκίνητό του.
“Τα αδέρφια σου είναι νεκρά”, είπε στην κόρη του όσο τη σκέπαζε με μία κουβέρτα. “Εσύ όμως μην φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω”. Παράτησε το κορίτσι στην περιοχή του Μοχού και εξαφανίστηκε.
Οι εφημερίδες της εποχής τον θέλουν να τηλεφωνεί έπειτα στη γυναίκα του και να της “ανακοινώνει” ότι εκεί που έχει “πετάξει τα παιδιά του”, δεν πρόκειται ποτέ η ίδια να τα βρει.
Την ίδια στιγμή, μερικά χιλιόμετρα μακριά το 12χρονο κορίτσι θα ψάχνει για βοήθεια. Ένας κάτοικος της περιοχής θα τη βρει μόνη και θα την οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα, όπου και θα περιγράψει τι ακριβώς έκανε ο πατέρας της. Θα γυρίσουν στον ποταμό, θα τους υποδείξει το σημείο που συνέβη η τραγωδία και με τη βοήθεια δυτών, οι αστυνομικοί θα βρουν τα νεκρά παιδιά.
Το κορίτσι θα καταθέσει επίσης ότι ο πατέρας της είχε ρίξει δηλητήριο στους χυμούς τους, κάτι που ο ιατροδικαστής όμως δεν θα επιβεβαιώσει. Στο δεκάχρονο αγόρι θα βρεθούν σημάδια κάτω από τη μασχάλη, κάτι που -σύμφωνα πάλι με τον ιατροδικαστή- σημαίνει ότι είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τα χέρια του, λίγη ώρα πριν βρεθεί στα νερά του ποταμού.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό του 40χρονου, κράτησαν μόλις μία μέρα. Βρέθηκε ενώ προσπαθούσε να διαφύγει μέσα από τα βουνά του Λασιθίου. Όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου, είχε ξυρίσει τα γένια του για να μην τον αναγνωρίσουν.
“Είμαι αθώος, ήταν ατύχημα”, θα ισχυριστεί στους αστυνομικούς, αλλά κανείς δεν θα πιστέψει την ιστορία του. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί, είπε ότι ενώ απασχολούταν με την κόρη του και το αβάπτιστο παιδί του, ο δεκάχρονος διέφυγε της προσοχής του, γλίστρησε και έπεσε μέσα στον ποταμό. “Είδα ένα χέρι έξω από το νερό”, θα τους πει και από εκεί και πέρα η ιστορία του θα καταντήσει κωμικοτραγική. Θα ισχυριστεί ότι ο 4χρονος βούτηξε για να σώσει τον 10χρονο και όταν εκείνος πλησίασε “έντρομος” να δει τι γίνεται, έπεσε και το 2χρονο αγοράκι στα νερά. “Δεν ξέρω κολύμπι, γι’ αυτό δεν βούτηξα”, θα ισχυριστεί όταν θα τον ρωτήσουν γιατί δεν πήδησε μέσα στον ποταμό να σώσει τα παιδιά του. Μετά από πολλή πίεση, θα αναγκαστεί να τα παραδεχτεί όλα.
“Η ζωή μου σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια”, έγραφε, ημερομηνία που συνέπιπτε με τη γέννηση του μεγαλύτερου γιου του. Και στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου του, σε ένα σενάριο που μοιάζει σαν να βγήκε από ταινία, σημείωνε ότι μισεί τη γυναίκα του.“Αγαπάω τα παιδιά μου. Αλλά εσύ μου τα στερείς. Εσύ φταις για όλα. Όταν πεθάνω, να με θάψετε μαζί τους”.
Τον Σεπτέμβριο του 2000 ο παιδοκτόνος οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Φορούσε αλεξίσφαιρο καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα εκτοξεύονταν απειλές από συγγενείς και κατοίκους, υπήρχε ο φόβος του λιντσαρίσματος. Στους ίδιους ανθρώπους είχε πει πριν το φονικό ότι “αν δεν μπορώ να τα χαρώ εγώ, δεν θέλω να τα χαίρεται ούτε η μάνα τους”.
Χαρακτηριστικά έμειναν τα λόγια της εν διαστάσει συζύγου του κατά την κατάθεσή της. “Σκότωσε τα μοναδικά πλάσματα στον κόσμο που τον λάτρεψαν, τον αγάπησαν πιο πολύ και από τη μητέρα του”.
Ο Γ.Μ. θα αρνηθεί να απολογηθεί. Δεν θα πει τίποτα. Το δικαστήριο θα τον καταδικάσει σε τρεις φορές ισόβια, μία για κάθε παιδί που σκότωσε. Αρχικά θα μεταφερθεί στο ψυχιατρείο του Κορυδαλλού, μετά στις φυλακές του Κορυδαλλού και τέλος στις φυλακές Δομοκού.
Τον Νοέμβριο του 2018, ο 60χρονος πια παιδοκτόνος θα αποφυλακιστεί μετά από 19 σχεδόν χρόνια.