«Ουμπέρτο Eκο, ένας από τους διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος την Παρασκευή το βράδυ στον ιστότοπο της «Corriere della Sera». «Yπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του ”Το όνομα του Ρόδου”».
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», αναφέρει στον δικό της ιστότοπο η «Ρεμπούπλικα»: «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο».
Ο γνωστός φιλόσοφος και συγγραφέας, που αγάπησε την Ελλάδα και συνέδεσε τον Αριστοτέλη με «Το όνομα του Ρόδου», το δημοφιλέστερο έργο του, πατέρας της Σημειολογίας και ειδικός στην κουλτούρα της μάζας, πέθανε στο σπίτι του, στο Μιλάνο, σε ηλικία 84 χρόνων, ανάμεσα στους δικούς του.
Αναγεννησιακή φυσιογνωμία, από τις ελάχιστες, αν όχι η μόνη, εναπομείνασα της εποχής, υπήρξε πολλά: από ακαδημαϊκός και καθηγητής έως σπουδαίος δοκιμιογράφος, αριστερός διανοούμενος που τον αφορούσαν οι άνθρωποι και η εποχή, ο κόσμος και η πολιτική, σπουδαίος κριτικός και διάσημος μυθιστοριογράφος, τα βιβλία του όλοι τα ξέρουν. Ακόμα κι εκείνοι που δεν έχουν διαβάσει ποτέ ούτε γραμμή.
Ο Εκο περνούσε τον καιρό του με τη γυναίκα του και δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά.
Είχε κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες.
Αντί νεκρώσιμης ακολουθίας, μια μη θρησκευτική, λαϊκή τελετή πρόκειται να οργανωθεί στο κάστρο Καστέλο Σφορτσέσκο του Μιλάνου για το στερνό «αντίο».
Πρόκειται για επιθυμία του ιδίου, ο οποίος, όπως είπε ο Μάριο Αντεόζε, που έχει επιμεληθεί τα βιβλία του: «Ήταν βαθιά λαϊκός, μη θρησκευτικός σ’ όλη του τη ζωή». Εξάλλου «όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στον Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν πια τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα», συνήθιζε να λέει.
Έλεγε πως πάντοτε «ονειρεύεται να επιστρέφει στην Ελλάδα».
Εξάλλου είχε έρθει πολλές φορές, για να επισκεφθεί την Αθήνα και την Ακρόπολη αλλά και για να γίνει επίτιμος διδάκτορας του ελληνικού Πανεπιστημίου.
Ο Σταυρός των Δωδεκανήσων, με τον οποίο τιμήθηκε στο σπήλαιο της Πάτμου, ήταν η συνεχής αναφορά του σε κάθε βράβευση και η σκιά του νησιού υπήρξε εμφανής στο έργο του.
Όχι μονάχα στη δική του «Αποκάλυψη του Ιωάννη», αλλά και στα δύο από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματά του: Στο «Ονομα του Ρόδου» και στο «Κοιμητήριο της Πράγας».
Στα μυθιστορηματικά μοναστήρια του το μεγάλο μοναστήρι της Πάτμου περιέγραφε. Και την πλοκή του στο πρώτο τη στήριζε φιλοσοφικά στο «Περί Κωμωδίας» του Αριστοτέλη: «Το 1980 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα μυθιστόρημα που θα γινόταν μέσα σε λίγα χρόνια μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες.
Τίτλος του «Το όνομα του ρόδου» και συγγραφέας του ο Ουμπέρτο Εκο», γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης σε άρθρο του που έχει για τίτλο «Πώς ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα, ο μεγάλος δάσκαλος της Ευρώπης»: «Ήταν ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο και η επιτυχία του, λένε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σοφή αστυνομική πλοκή του, στο ότι οι χαρακτήρες του είναι τόσο φανταστικά όσο και πραγματικά πρόσωπα, δίνοντάς μας μια εντυπωσιακή εικόνα της μεσαιωνικής Ευρώπης μέσω της μυθοπλασίας.
Πέραν όμως αυτών, με το βιβλίο του ο ευφυέστατος Ιταλός είχε την ευκαιρία, διεισδύοντας στη μεσαιωνική σκέψη, να μας παρουσιάσει τη μέθοδο των σχολαστικών: του Φραγκίσκου της Ασίζης, του Θωμά Ακινάτη και άλλων, δηλαδή εκείνων που μελέτησαν και ερμήνευσαν το έργο του Αριστοτέλη.
Άλλωστε, η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στις αρχές του 14ου αιώνα σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων, στο οποίο βρισκόταν το χαμένο χειρόγραφο του δεύτερου μέρους της ”Ποιητικής” του Αριστοτέλη – ενώ το διασωζόμενο πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, το δεύτερο αφορά την κωμωδία […].
Πέρα από αυτά τα συναρπαστικά, προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα: ότι η Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα υπήρξε αριστοτελική. Αλλά σε μεγάλο βαθμό και αργότερα, έως τα τέλη του 16ου αιώνα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας, αν ανατρέξει στις σχετικές μελέτες».
Ο Εκο, εκτός από την αρχαία ελληνική γραμματεία αναφερόταν συχνά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και την αρχαία ελληνική τραγωδία, ιδιαιτέρως στη Μήδεια. Την οποία θεωρούσε σπουδή στη γυναικεία και την ανθρώπινη φύση, στον έρωτα, στην παραφορά και τη ζήλια.
Φράσεις του που “έμειναν” είναι:
• «Η ζωή είναι σύντομη, η τέχνη απέραντη, η ευκαιρία στιγμιαία και το μέλλον αβέβαιο».
• «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
• «Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη».
• «Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από τον φόβο ενός άλλου».
• «Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί για αυτούς».
• «Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Οσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».
• «Το Ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα, που δεν του έχει μείνει πια σχεδόν κανένα νόημα».
• «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα».
Πηγή: Έθνος, της Ελένης Γκίκα, Φωτογραφία από το Έθνος