τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Σωτήρης Τζεβελέκος βρίσκεται σε ένα παράξενο σταυροδρόμι και έρχεται αντιμέτωπος με μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής του. Έχοντας ήδη μια αξιοπρόσεχτη καριέρα ως ηθοποιός, στα 45 χρόνια του πλέον, βλέπει τις δουλειές να περιορίζονται κατά πολύ. Αντί, λοιπόν, να επιτρέψει στην ματαιοδοξία (που σχεδόν νομοτελειακά κουβαλά μέχρι ενός σημείου κάθε ηθοποιός) να καθορίσει τα βήματα του, παίρνει μια τολμηρή αλλά απολύτως ορθολογική απόφαση. Γυρίζει την πλάτη του σε μικρή και μεγάλη οθόνη αλλά και στο σανίδι και αγοράζει ταξί!
Τα επόμενα χρόνια το δουλεύει μαζί με την σύζυγό του, επίσης ηθοποιό Έφη Θεοχάρη, με πολλούς ανθρώπους να τον αναγνωρίζουν πίσω από το τιμόνι και να του ζητούν να… συνοδεύσει την κούρσα με ιστορίες από τον ελληνικό κινηματογράφο και ατάκες από τις περισσότερες από 45 ταινίες στις οποίες είχε λάβει μέρος μέχρι να βάλει ο ίδιος τους τίτλους τέλους.
Ο Σωτήρης Τζεβελέκος είχε γεννηθεί το 1945 στην Θεσσαλονίκη και έδειξε από νωρίς την κλίση του στην υποκριτική. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη και σε ηλικία 23 ετών έκανε το θεατρικό ντεμπούτο του στην παράσταση «Ταρτούφος». Αμέσως ξεχωρίζει, με αποτέλεσμα την ίδια χρονιά να κατηφορίσει στην Αθήνα και να αναδειχθεί πολύ γρήγορα σε κωμικούς ρόλους. Ξεκίνησε, μάλιστα, με μια πολύ δυνατή συνεργασία, αφού πήρε μέρος στην επιθεώρηση ««Άλλος για κούρεμα», στον θίασο της Ρένας Βλαχοπούλου και του Γιώργου Κωνσταντίνου, στο θέατρο «Ακροπόλ». Μετά από αυτό, το πέρασμα στο σινεμά που εκείνη την εποχή γνώριζε άνθιση –ακόμα- στην Ελλάδα, ήταν απολύτως αναμενόμενο.
Στην μεγάλη οθόνη θα μετατραπεί σύντομα σε ένα… εργατικό πασπαρτού. Συνήθως σε δεύτερους ρόλους, έδενε αρμονικά με τα «μεγάλα ονόματα» του χώρου, με τους συναδέλφους του να λένε πάντοτε τα καλύτερα για το πνεύμα συνεργασίας και τον ευχάριστη «αύρα» που κουβάλαγε πάνω του.
Πρόσχαρος, ακομπλεξάριστος και δοτικός, ο Τζεβελέκος συμμετέχει σε διάφορες παραγωγές, συνεργαζόμενους με πολύ μεγάλους ηθοποιούς όπως οι Βουτσάς, Κωνσταντίνου, Παπαγιαννόπουλος, Κωνσταντάρας και πολλούς άλλους, σε ταινίες-σταθμούς όπως το «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά», «Ξύπνα Βασίλη» και πολλές ακόμη.
Δυστυχώς για εκείνον, το σινεμά αρχίζει να χάνει κάμποση από την αίγλη του, ωστόσο συνεχίζει να βρίσκεται στις επάλξεις και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, παίζοντας σε παραγωγές σαν το… τριολέ του Όμηρου Ευστρατιάδη, «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα», με το οποίο γίνεται ακόμη πιο γνωστός.
Κάπου εκεί αλλάζει σημαντικά το τοπίο, αφού τα ιδιωτικά κανάλια μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο, αλλάζοντας τις ισορροπίες. Τότε ήταν που όφειλε να επιλέξει πώς θα κινηθεί αφού ήταν ακόμη νέος και σε ιδιαίτερα παραγωγική και δημιουργική φάση της ζωής και της καριέρας του. Αντιλαμβανόμενος ότι ζητούσε κάτι διαφορετικό και αφού συζήτησε με την γυναίκα του, έλαβαν την κοινή απόφαση να αγοράσουν μια άδεια ταξί και να δουλέψουν μαζί πίσω από το τιμόνι.
Ακολούθησε αυτό το επάγγελμα για χρόνια, χωρίς ποτέ να μετανιώσει για τις επιλογές του, μέχρι να βγει τελικά στη σύνταξη, ενώ ο Νίκος Κούρκουλος ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, του έδωσε κάποια στιγμή στα 75 χρόνια του την ευκαιρία για ένα σύντομο come back στο σανίδι ώστε να κλείσει πιο… γλυκά τον κύκλο του στο καλλιτεχνικό στερέωμα.