Μπήκε για πρώτη φορά στο γραφείο ενώ μαινόταν η πανδημία. Κι ένα από τα πρώτα πράγματα που είπε –μετά τα αστεία που κάναμε για το παράξενο όνομά της– ήταν να δούμε πώς η ασθένεια με την οποία πάλευε δεν θα επηρεάσει τη δουλειά της. Ήταν λεπτεπίλεπτη, αλλά γεμάτη σθένος ετούτη η κοπελίτσα.
Ένα πλάσμα πανέξυπνο, τρυφερό, ευγενικό, με διάθεση χαρίεσσα και παιγνιώδη – παραδομένη στη χαρά της ζωής ακόμα κι όταν έδινε μάχη τιτάνια για την ίδια τη ζωή της. Άλλωστε με την αναπαράσταση του γέλιου στα λογοτεχνικά κείμενα και τη λειτουργία του γέλιου στα έργα του Λουκιανού της Σαμοσάτας ασχολούνταν και στη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Lund. Κι αυτό το ωραίο χαμόγελό της δεν το έχανε ποτέ – ακόμα κι όταν πονούσε.
Ήταν μόλις 35 χρόνων η Μώρφια-Ευθυμία κι ήταν γεμάτη ομορφιά – στις πράξεις, στις σκέψεις και στις λέξεις. «Θα μπω αύριο για θεραπεία, θα σε πάρω τηλέφωνο να οργανωθούμε» – η Μώρφια ήταν γεμάτη όνειρα και πάθος. «Εξαντλήθηκα αυτή τη φορά, αλλά να δούμε τι θα γράψουμε» – η Μώρφια είχε μια λαχτάρα για δημιουργία που δεν πτοούνταν ακόμα και στις πιο σκληρές μέρες που χρειάστηκε να βιώσει. «Ευχαριστώ για τις λίστες με τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ, σίγουρα θα έχω πολύυυυ χρόνο τώρα που μπαίνω ξανά στο νοσοκομείο» – η Μώρφια έκανε πλάκα ακόμα και στα ζόρια της.
Η Μώρφια ήταν ένα κομμάτι από το μέλλον της εφημερίδας μας, ένα από τα παιδιά μας. Κι είναι πολύ φτωχές οι λέξεις για να την αποχαιρετήσουμε. Στον μπαμπά της, τον συνάδελφό μας Γιώργο Σταματόπουλο, στην οικογένειά της και στους φίλους της τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια.
Το τελευταίο μας αντίο θα το πούμε αύριο στις 16.45 στο Αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας.”