Η ομάδα των ασθενών περιλάμβανε 78 μεταμοσχευμένους νεφρού, 12 μεταμοσχευμένους ήπατος, 8 μεταμοσχευμένους πνεύμονα ή καρδιάς, και 3 παγκρέατος. Οι πρώτες δύο δόσεις είχαν απόσταση ενός μήνα και η τρίτη δόση δόθηκε 61 ημέρες μετά τη δεύτερη. Ο χρόνος μεταξύ της μεταμόσχευσης και του εμβολιασμού ήταν 97 +/- 8 μήνες. Η ανοσοκαταστολή ήταν λόγω γλυκοκορτικοειδών στο 87% των ασθενών, λόγω αναστολέων καλσινευρίνης στο 79% των ασθενών, μυκοφαινολικού οξέος στο 63%, mTOR αναστολέων στο 30%, και belatacept στο 12% των ασθενών. Ο τίτλος των αντισωμάτων ήταν 0% πριν την πρώτη δόση, 4% πριν τη δεύτερη, 40% πριν την τρίτη, και 68% 4 εβδομάδες μετά την τρίτη δόση. Το 44% των αρνητικών ασθενών για αντισώματα πριν την τρίτη δόση, απέκτησε θετικό τίτλο μετά, και σε όσους είχαν θετικό τίτλο αντισωμάτων πριν την τρίτη δόση, ο τίτλος αυτός αυξήθηκε σημαντικά μετά την τρίτη δόση. Οι ασθενείς που δεν είχαν αντισωματική απάντηση ήταν μεγάλοι σε ηλικία, είχαν ανοσοκαταστολή σε μεγαλύτερο βαθμό και είχαν χαμηλότερη σπειραματική κάθαρση. Επίσης, κανείς από αυτούς τους ασθενείς δεν εμφάνισε λοίμωξη COVID-19 μετά την τρίτη δόση του εμβολίου, ενώ δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Συμπερασματικά, τα δεδομένα της μελέτης αυτής επισημαίνουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια μίας τρίτης δόσης εμβολίου Pfizer στην ομάδα των μεταμοσχευμένων ασθενών, παρόλο που οι ασθενείς αυτοί πρέπει να είναι σχολαστικοί με τα μέτρα προφύλαξης σε κάθε περίπτωση λόγω της ευπάθειας τους σε σοβαρή νόσο. Είναι πιθανό ότι ανάλογη στρατηγική τριών δόσεων να εφαρμοστεί στο μέλλον και σε άλλες κατηγορίες ασθενών που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικές θεραπείες, εφόσον κλινικές μελέτες που είναι σε εξέλιξη δώσουν θετικά αποτελέσματα.
enikos