Ένας απαγορευμένος έρωτας με φόντο την Γερμανική κατοχή και την μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη
Ο Μανούσος Μανουσάκης επιστρέφει στην κινηματογραφική οθόνη με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ουζερί Τσιτσάνης», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, η οποία θα κάνει πρεμιέρα στις 3 Δεκεμβρίου από την Feelgood.
Με επίκεντρο έναν απαγορευμένο έρωτα και φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη, ο έμπειρος σκηνοθέτης ξετυλίγει μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης με την μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη.
Τον εμβληματικό δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία), ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν ο Χάρης Φραγκούλης (Γιώργος), η Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα) και η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Χειλά Φαμέλη (Εστρέα). Το εντυπωσιακό μωσαϊκό χαρακτήρων συμπληρώνουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Αϊβάζης, Θοδωρής Αντωνιάδης και ο Λάκης Κομνηνός με τον Αλμπέρτο Εσκενάζη.
Το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι ένα ταξίδι στην ιστορία με προορισμό έναν μεγάλο έρωτα και αφετηρία τις δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη υπό τα νέα ηχητικά σχήματα του Θέμη Καραμουρατίδη, που ντύνει την ταινία με καινούριες ενορχηστρώσεις αγαπημένων τραγουδιών, αλλά και με νέα πρωτότυπα μουσικά ακούσματα.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.
Σημείωμα του σκηνοθέτη
Η ιδέα για την ταινία υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Κι έτσι έγινε. Με τράβηξε η ουσία του βιβλίου. Το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή.
Την ταινία τη δουλεύαμε μαζί με τους σεναριογράφους εδώ και 3-4 χρόνια, μελετώντας το θέμα της με ιστορικούς συμβούλους, αλλά και ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από τα γεγονότα και γνωρίζουν, εκτός από την ιστορία, και την καθημερινότητα της εποχής. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που δεν υπάρχει πια, τη ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον Τσιτσάνη, έναν παρατηρητή της εποχής του, να ανοίγει το Ουζερί Τσιτσάνης, που φαντάζει σαν ένα διάλειμμα ψυχής. Έτσι, η Γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης. H μουσική του Τσιτσάνη αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος ανέλαβε να κάνει την ταινία μουσικά σύγχρονη, με νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, με σεβασμό στον αυθεντικό ήχο, αλλά και με καινούρια κομμάτια που θα χαράξουν τη δική τους πορεία.
Αυτή η ιστορία, παρ’ όλη την χρονική τοποθέτησή της, εμβαθύνει σε σύγχρονα γεγονότα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο νεοναζισμός που ελλοχεύουν απειλητικά στην ελληνική και διεθνή κοινωνία. Γυρίζοντας αυτή την ταινία, στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους «της διπλανής πόρτας».
Σαν άνθρωπος πιστεύω ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι την τελευταία μας ώρα πάνω στη Γη, έχουμε ένα και μόνο καθήκον: να παίρνουμε θέση απέναντι στα γεγονότα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν δεν είμαστε μέρος της λύσης, είμαστε μέρος τους προβλήματος.
Μανούσος Μανουσάκης
Σημείωμα του συγγραφέα
Η εποχή της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στην Θεσσαλονίκη (Απρ.1941- Οκτ. 1944) έχει τις διαστάσεις μιας τεράστιας οδύνης, ταπείνωσης, εγκαρτέρησης και αντίστασης, αλλά και την μεγάλη πληγή του αφανισμού της Εβραϊκής κοινότητας σε ποσοστό 98%, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες πόλεις, τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος.
Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά, και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία, την ζωή του πιο σημαντικού λαϊκού συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη, μέσα σε αυτή την συνθήκη της πόλης (και της χώρας), την αγωνία της επιβίωσης, το άγχος της δημιουργίας, μέσα στην ζοφερή συγκυρία, αλλά και τα διλήμματά του: η πατρίδα, η οικογένεια, η τιμή, ο έρωτας, η φιλία, η αντίσταση, οι κώδικες της αλληλεγγύης, η αλλοίωση που υφίσταται περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, η καρτερία, η αυτο-πραγμάτωση, η εξέγερση. Δρώντας καταρχήν ως ευαίσθητος καταγραφέας και συνείδηση του περίγυρου, κάτι που αντανακλάται στα τραγούδια του, στο τέλος, υπό την πίεση και το αφόρητο των γεγονότων, οδηγείται σε όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη, και τελικά σε συμβολικά ένοπλη έγερση.
Η ταινία που έχω την τιμή να σκηνοθετεί ο Μανούσος Μανουσάκης, εμπνεόμενος από το βιβλίο, έχει δύο κυρίως άξονες, χωρίς να παραβλέπει τις εξίσου λοιπές παραμέτρους: την δύσκολη, δραματική ζωή και έγνοια του Τσιτσάνη να επιβιώσει αφενός, να δημιουργήσει αφετέρου, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά διλήμματα που αναφέρω πριν, κυρίως, όμως και σε σχέση με το μείζον γεγονός της επονείδιστης διαδικασίας συντριβής και τελικής εξόντωσης των Εβραίων της πόλης, από τους Γερμανούς.
Οι σχέσεις του με τους άλλους ήρωες της αφήγησης, αναδεικνύουν ανάγλυφα μιαν ολόκληρη, αβάσταχτη εποχή, κυρίως μέσα από τα βάσανα του αγνού αλλά και θανάσιμου έρωτα μιας Εβραίας με έναν Χριστιανό, που συμμετέχει στην αντίσταση, αλλά και βέβαια τις αφορμές και τις ωδίνες του τοκετού ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη, των τραγουδιών της Κατοχής, που και κατά ομολογία του ίδιου του Τσιτσάνη, είναι τα καλύτερα που έγραψε, ζώντας καθημερινά στα όρια, δημιουργώντας μεταξύ ζωής, απόγνωσης, θανάτου και ελπίδας.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης