«Αόριστη» χαρακτηρίζει η Ρούλα Πισπιρίγκου την κατηγορία που της αποδίδεται και για απόπειρα ανθρωποκτονίας της πρωτότοκης κόρης της, της Τζωρτζίνας.
Της Άννας Κανδύλη
Στο απολογητικό της υπόμνημα που κατέθεσε στην 18η τακτική ανακρίτρια επιμένει πως δεν έχει τελέσει καμία αξιόποινη πράξη. «Αρνούμαι στο σύνολο της την αόριστη κατηγορία που μου αποδίδεται. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ή υποψία τέλεσης της αποδιδόμενης απόπειρας σε βάρος του ίδιου του παιδιού. Από το κατηγορητήριο η πράξη μου αποδίδεται κατά ελεύθερη εκτίμηση, χωρίς καμία ειδικότερη περιγραφή, χωρίς την απαιτούμενη αναλυτική και εξειδικευμένη διατύπωση των πραγματικών περιστατικών που την συνιστούν, αποδίδεται δε απλά και μόνος μία σκέψη ή ως μία πιθανότητα».
Σύμφωνα με την ήδη προφυλακισμένη για τη δολοφονία της κόρης της, όταν συνέβη το περιστατικό η Τζωρτζίνα είχε πλήρη επικοινωνία με το περιβάλλον επομένως αν γινόταν οποιαδήποτε ενέργεια εις βάρος της θα το είχε πει. «Τις ενοχλήσεις και τα συμπτώματα που ένιωθε τα περιέγραψε επανειλημμένα η ίδια η Τζωρτζίνα μου στους γιατρούς. Κατά την εισαγωγή του παιδιού μου στο Καραμανδάνειο είχε ληφθεί δείγμα αίματος και έγινε πλήρης τοξικολογικός έλεγχος το αποτέλεσμα του οποίου έχει ήδη συμπεριληφθεί στην δικογραφία και είναι απολύτως αρνητικό για οποιαδήποτε φαρμακευτική τοξική ουσία».
Αναφερόμενη στην 8η Απριλίου 2022, όταν το παιδί, σύμφωνα με την κατηγορούμενη, άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα, ισχυρίστηκε πως η Τζωρτζίνα ξύπνησε με σπασμούς και τρέμουλο, λέγοντας πως νιώθει την πλάτη της «σα να έχει βόμβα». Υποστήριξε δε πως και μέσα στο νοσοκομείο όταν εισήχθη είχε αρκετά αντίστοιχα περιστατικά, και μάλιστα όχι μόνο όταν ήταν αυτή με το παιδί αλλά και παρουσία άλλων, όπως την 11η Απριλίου που έπαθε την μεγάλη κρίση και δίπλα στην 9χρονη ήταν ο πατέρας της Μάνος Δασκαλάκης.
«Γύρω στις τρεις το μεσημέρι επέστρεψα εγώ στο νοσοκομείο και έφυγε ο Μάνος. Στις επτά το απόγευμα μιλούσα στο τηλέφωνο με κάποια φίλη μου άκουσα πάλι τον ήχο από το οξύμετρο, πράγμα που έδειχνε πτώση των σφίξεών και το οξυγόνο του παιδιού. Σηκώθηκα από την καρέκλα που καθόμουν για να πάω προς την πόρτα και άρχισα να χτυπάω το κουδούνι για να ειδοποιηθούν οι νοσηλεύτριες, κουδούνι το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα από την πόρτα του δωματίου. Τότε είδα την Τζωρτζίνα μου να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και να πέφτει προς τα πίσω βγάζοντας έναν ήχο» υποστήριξε, προσθέτοντας πως κάλεσε τους γιατρούς λέγοντας τους ότι «το παιδί μου κάτι έπαθε». Όταν αυτοί ήρθαν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. «Στα εφιαλτικά λεπτά που ακολούθησαν βλέπαμε κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει στο δωμάτιο χωρίς κανείς να μας λέει τίποτα. Μετά από αρκετή ώρα ακούσαμε φωνές και χειροκροτήματα. Τότε βγήκε μία γιατρός κλαίγοντας και μας είπε ότι η Τζωρτζίνα είχε υποστεί ανακοπή αλλά κατάφερα να την επαναφέρουν και έπρεπε να μεταφερθεί στην ΜΕΘ του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Ρίου».
Αναφερόμενη στο οξύμετρο του παιδιού, υποστήριξε ότι σε όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν συνδεδεμένο, γεγονός -που κατά την ίδια- αποδεικνύεται και από την κατάθεση γιατρού που αναφέρει πως μπαίνοντας στο δωμάτιο, το οξύμετρο σφύριζε. Όσον αφορά στην αντίδρασή της να πάρει εξιτήριο το παιδί στις 9 Απριλίου 2021, είπε πως η Τζωρτζίνα έκανε εμετό και για αυτό
κάλεσε τους γιατρούς, οι οποίοι αποφάσισαν τη συνέχιση της νοσηλείας του.
Για την κεταμίνη
Στο υπόμνημά της η 33χρονη χαρακτηρίζει και «καταστροφική» την προφυλάκιση της , υποστηρίζοντας πως τα δεδομένα ως προς την κεταμίνη έχουν αλλάξει. «Στο νοσοκομείο Παίδων η κεταμίνη δεν ήταν μία παντελώς άγνωστη και μη διαθέσιμη ουσία, όπως διατείνονταν αρχικά οι υπεύθυνοι, αλλά ήταν μία ουσία η οποία χορηγείτο από την ΜΕΘ και μάλιστα υπήρχε μέσα στο τσαντάκι των νοσηλευτών που έσπευσαν για να κάνουν ΚΑΡΠΑ στην Τζωρτζίνα μου στις 29 Ιανουαρίου 2022, ημέρα του θανάτου της… Βέβαια, έχετε ήδη απορρίψει το αίτημα μου για προσδιορισμό της συνολικής πραγματικής ποσότητας κεταμίνης που βρέθηκε στο παιδί μου και έτσι δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα γνωστό εάν η ποσότητα κεταμίνης που στοίχισε τη ζωή στο παιδί μου ήταν ίση, μεγαλύτερη η μικρότερη από αυτή έφεραν μαζί τους κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο οι νοσηλευτές της ΜΕΘ».