Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.Της άρεσε να ψέλνει και κάθε Κυριακή χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησίας. Όταν αργούσαν να έρθουν οι συγχωριανοί της, πήγαινε και τους φώναζε έξω από τα σπίτια τους.
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο.Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γίνεται να βγαίνει ήχος από το πανί και νόμιζε πως υπάρχει κάποιος πίσω. Άρχισε να φωνάζει, ώσπου την έβγαλαν έξω. Όταν της εξήγησαν ότι η Βέμπο είναι τραγουδίστρια αναφώνησε πως θα γίνει και εκείνη τραγουδίστρια. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα.
Η φυλάκιση και ο αγώνας για επιβίωση
Η Σωτηρία Μπέλλου παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Όταν έμαθε πως την απατούσε του έκανε σκηνή. Εκείνος άρχισε να την χτυπάει. Εκείνη έχασε την ψυχραιμία της και του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο.
Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε. Δεν μπόρεσε να ξανακάνει παιδιά. Για αυτό το γεγονός καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή, από τα οποία εξέτισε έξι μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από προστριβές με τους δικούς της μετακομίζει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1940, ακριβώς με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, και δίνει μόνο αγώνα για την επιβίωση.
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα.
Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ
Η Σωτηρία Μπέλλου πήρε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε και στη συνέχεια αντιμετώπισε της συνθήκες φυλακής και της απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες. Κατά την αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Μάλιστα η δράση της είχε αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέρλιν (Αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα), όπου βασανίστηκε για πολλές μέρες. Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή.
Η γνωριμία με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Μετά την απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο απελευθερώνεται και το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε και του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Η Σωτηρία Μπέλλου αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα
Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Πέραν του Τσιτσάνη, συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Παπαϊωάννου (Άνοιξε, Άνοιξε) και Απόστολος Καλδάρας (Είπα Να Σβήσω Τα Παλιά).
Στην καριέρα της, από τα μέσα του 1940 ως τα μέσα του 1990, συνεργάστηκε με σημαντικούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Δημήτρης Γκόγκος, Στέλιος Κερομύτης, Μπάμπης Μπακάλης, Τάκης Λαβίδας, Μαρίνος Γαβριήλ, Αργύρης Κουνάδης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Βασίλης Δημητρίου και Δημήτρης Λάγιος.
Η καριέρα της γνώρισε κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως το 1966 επανήλθε έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος (“Ζεϊμπέκικο”), ο Ηλίας Ανδριόπουλος (Μην Κλαις και ο Δήμος Μούτσης (Δε Λες Κουβέντα).
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες της λαϊκής και της ρεμπέτικης μουσικής σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις.
Τα πάθη της, οι πολιτικές παρέες και τα προβλήματα αλκοολισμού
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν ανοιχτά λεσβία σε μία εποχή που αυτό ήταν αδιανόητο. Είχε πρόβλημα με το αλκοόλ και με τον τζόγο. Της άρεσε να παίζει ζάρια και να καπνίζει ινδική κάνναβη.
Ήταν απίστευτα αθυρόστομη. Ένα βράδυ φίλοι του Τσιτσάνη πάνε στο μαγαζί. Η Μπέλλου τραγουδούσε και εκείνοι της πετούσαν πανέρια με λουλούδια. Ξαφνικά, φανερά ενοχλημένη κατεβαίνει από το πάλκο και μπροστά σε όλους τους συνδαιτυμόνες φωνάζει «Καλά ρε, τι νομίζεις πως είμαι; Νομίζεις πως θα με ρίξεις έτσι;».
Έκανε παρέα με τον Φλωράκη και με τον Τσοβόλα. Τον δεύτερο τον πείραζε λέγοντάς του ότι πρέπει να γίνει κόκκινος αν θέλει να τα πάνε καλά (μιλώντας προφανώς πολιτικά).
Είχε πλακώσει στο ξύλο την Μαρίκα Νίνου γιατί τα είχε κρυφά με τον Τσιτσάνη και η Μπέλλου ήταν φίλη με την γυναίκα του.
Τα προβλήματα υγείας, η πώληση των δίσκων και ο θάνατος
Τον Μάρτιο του 1993 η Σωτηρία Μπέλλου αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με πνευμονικό εμφύσημα, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. Κατά την νοσηλεία της στο νοσοκομείο Σωτηρία το 1994 έδωσε συνέντευξη στο Νίκο Κακαουνάκη στο «Επ’ αυτοφώρω», μιλώντας με δυσκολία λόγω του καρκίνου. Ύστερα από λίγους μήνες έχασε τη φωνή της, ενώ οι μόνοι που ήταν δίπλα της ήταν τα ανίψια της.
Το Μάρτιο του 1996 εμφανίστηκε σε συνέντευξη στη Νανά Παλαιτσάκη στην «5η παρουσία».
Απεβίωσε στις 27 Αυγούστου του 1997 στο Νοσοκομείο Μεταξά.