Το «κλικ» της ζωής του Μυγιάκη είναι αναμφισβήτητα η εικόνα του στο ψηλότερο σκαλί του
βάθρου των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980. Εκεί όπου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο
καταγράφοντας μια τεράστια υπέρβαση, η οποία όμως ήταν ένα τίποτα μπροστά σε όλα όσα είχε περάσει
μέχρι να φτάσει εκεί.
Άλλωστε ολόκληρη η ζωή του ήταν γεμάτη από υπερβάσεις που ξεκίνησαν πριν καλά-καλά προλάβει
να σχηματίσει εικόνες και αναμνήσεις από αυτήν. Τι να θυμάται, άλλωστε, ένα παιδί από την ηλικία των
2 ετών όταν αρρώστησε βαριά και οι γιατροί πίστευαν ότι οι πιθανότητες επιβίωσης δεν ήταν με το
μέρος του;
Με τέτοιες συνθήκες δεν ήταν καθόλου παράξενο που η φτώχεια έγινε συγκάτοικός τους στο ταπεινό
διαμέρισμα στην Ηλιούπολη όπου ζούσαν. Και -φυσικά- ήταν και ο λόγος που ο Στέλιος αναγκάστηκε
με το που τελείωσε το δημοτικό να βγει για μεροκάματο. Ό,τι μπορούσε… Πουλούσε πορτοκαλάδες
σε κινηματογράφους, δούλευε υπάλληλος στο μπακάλικο της γειτονιάς του, κουβαλούσε πάγο σε
νυχτερινά μαγαζιά. Γυρνούσε όλη νύχτα, από τις 4 τα ξημερώματα, και το πρωί το ίδιο αυτοκίνητο
με το οποίο γίνονταν οι διανομές τον άφηνε έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου, του μόνου
χώρου στον οποίο ο Στέλιος μπορούσε ακόμα να συμπεριφέρεται και να νιώθει ως αυτό που ήταν. Ως παιδί.
«Μάνα, δεν χόρτασα ψωμί», θυμάται να λέει στην μητέρα του τις καθόλου λίγες φορές που το φαγητό
απλά δεν έφτανε για όλους. Μια πικρή διαπίστωση περισσότερο, παρά πραγματικό παράπονο από τον
μικροκαμωμένο πιτσιρικά που έδωσε τους πρώτους παλαιστικούς αγώνες του στο προαύλιο του
σχολείου και στους δρόμους της γειτονιάς. Εκεί, δηλαδή, που τα μεγαλύτερα σε ηλικία και κορμί
παιδιά πίστευαν ότι θα μπορούσαν να του ασκήσουν μπούλινγκ για το ύψος του ή τα φτωχικά του
ρούχα και κατέληγαν να τρέχουν για να σωθούν από το αγρίμι που τους έβαζε κάτω για πλάκα και συνέχιζε
να περπατά με το κεφάλι ψηλά, υπερήφανος που ακόμη μία μέρα δεν είχε βρεθεί άνθρωπος που να
μπορέσει να τον προσβάλει και να μην μετανιώσει για αυτό.
Η πρώτη γνωριμία του με την πάλη ήρθε όταν μοίραζε ακόμη πορτοκαλάδες. Έβλεπε τα «θηρία» του
Εθνικού Αθηνών στο Ζάππειο και περιέγραφε το βράδυ τα κατορθώματά τους. «Μάνα πού να
‘βλεπες τι ωραία που παλεύουν» έλεγε, χωρίς να είναι σε θέση να φανταστεί καν ότι μια μέρα θα
γινόταν αυτός το πρότυπο που θα θαύμαζαν όλοι. Εκείνος, όμως, που όταν τον αντίκρισε τα σκέφτηκε
όλα αυτά πριν από οποιονδήποτε άλλον ήταν ο Πέτρος Αρκουδέας, προπονητής στον σύλλογο, που
μια μέρα απλά των ρώτησε αν του αρέσει η πάλη, βλέποντας περισσότερο την σπίθα στα μάτια του
όταν χάζευε τις παλαίστρες παρά τα σωματικά του προσόντα. Όταν ο Μυγιάκης απάντησε με λαχτάρα
«ναι», έλαβε την πρόσκληση να περάσει ένα δοκιμαστικό την επόμενη μέρα, αρκεί να έφερνε μαζί
του αθλητικά ρούχα και παπούτσια. Και όντως ο μικρός επέστρεψε αργότερα. Στο τσαντάκι του
–φυσικά- δεν είχε αθλητική περιβολή, λόγω της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, αλλά η καρδιά
του ήταν γεμάτη από ένα άλλο –πολυτιμότερο- εφόδιο. Την αποφασιστικότητα να πετύχει σε αυτό
που αγαπάει.
Εκείνη την ημέρα άλλαξε για πάντα η ζωή του. Συνέχισε να αγωνίζεται για το μεροκάματο και μετά να
τραβάει γραμμή για το γυμναστήριο του Εθνικού Αθηνών, στο κέντρο της Αθήνας. Μια διαδρομή
μερικών χιλιομέτρων πήγαινε-έλα από και προς την Ηλιούπολη, την οποία συχνά έκανε με
τα πόδια αφού τα χρήματα δεν έφταναν ούτε καν για ένα εισιτήριο αστικού λεωφορείου.
Ακόμη και σήμερα οι αθλητές σε σπορ σαν αυτό της ελληνορωμαϊκής πάλης δεν έχουν ως κινητήρια
δύναμή τους τα λεφτά. Πόσω μάλλον πίσω στην δεκαετία του ’70 που τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα
για όλους. Και για τον Μυγιάκη και την οικογένειά του ακόμα δυσκολότερα. Το τι κράτησε εκείνον τον
πιτσιρικά στα ταπί είναι ένα στοιχείο βαθιά κρυμμένο στην ψυχή του. Ίσως η αγνή και άδολη
αγάπη για αυτό που έκανε. Ίσως η περηφάνια ότι ασχολούταν με ένα άθλημα που κουβαλούσε
ιστορία χιλιάδων χρόνων. Ίσως απλά η παθολογική αγάπη για τον χώρο.
Αν και ήταν ήδη αμέτρητες φορές πρωταθλητής Ελλάδας και πρωταθλητής Ευρώπης του 1979,
ο Μυγιάκης δεν πήγε στην Μόσχα ως φαβορί. Βρισκόταν σε πολύ δύσκολο μονοπάτι αγώνων, ενώ
λίγες μέρες νωρίτερα είχε αρρωστήσει ανεβάζοντας υψηλό πυρετό. Φαινόταν ότι για άλλη μια φορά η
ζωή και τα καπρίτσια της έμπαιναν εμπόδιο μπροστά του. Κατά την αναχώρηση, μερικές ώρες πριν
μπει στο αεροπλάνο για την Μόσχα, ο πατέρας του του είπε: «Βγες Ολυμπιονίκης και ας πεθάνω».
Κι εκείνος με την αυτοπεποίθηση που αρμόζει σε τέτοιους «γίγαντες», απάντησε: «Εγώ θα βγω
Ολυμπιονίκης και εσύ θα ζήσεις»…
Και επειδή η ιστορία δεν γράφεται μόνο από γεγονότα αλλά και από συγκυρίες για να βγει αληθινή
η πρόβλεψή του, χρειάστηκε και ελάχιστη καλή τύχη. «Την πρώτη ημέρα, στον πρώτο μου αγώνα,
δεν βρίσκαμε το στάδιο. Η αγωνία είχε χτυπήσει κόκκινο. Κάποια στιγμή φθάσαμε και ο
Γαλακτόπουλος (σ.σ αρχικά συναθλητής του και μετέπειτα προπονητής του) έτρεξε να πει στον
διαιτητή ότι έφθασα. Ο αντίπαλός μου ήταν ήδη στο ταπί και με περίμενε. Αν είχα αργήσει άλλα πέντε
λεπτά, ίσως να είχα χάσει τους αγώνες», εξιστορεί ο ίδιος.
Η πίστη του Μυγιάκη στον εαυτό του επιβεβαιώθηκε μετά τον πρώτο αγώνα του. Ελάχιστοι του
έδιναν τύχη απέναντι στον Πολωνό Κάζιμιρ Λιπιέν, με τα δύο μετάλλια σε Ολυμπιακούς
Αγώνες (το ένα, χρυσό, στην προηγούμενη διοργάνωση) και τα δύο Παγκόσμια
Πρωταθλήματα στο παλμαρέ του. Επικρατώντας με 4-2 στα σημεία πήρε την πρώτη από τις 6
σερί νίκες που τον οδήγησαν τελικά στην κορυφή του κόσμου, με το καθοριστικό σημείο βέβαια να
είναι η μυθική αναμέτρησή του κόντρα στον Σοβιετικό πρωταθλητή Μπόρις Κραμορένκο,
από τον οποίο είχε ηττηθεί και στις τρεις τελευταίες φορές που είχαν συναντηθεί. Αφού
τον «ταπείνωσε» μέσα στο «σπίτι» του, δεν δίστασε να τάξει στην μάνα του την κορυφή. «Το
όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Σε λίγο θα έχω πάρει το χρυσό. Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό.
Εγώ ξέρω από τώρα πως θα είμαι πρώτος Ολυμπιονίκης», της είπε.
Στον τελικό της κατηγορίας των 62 κιλών οι προβλέψεις του δικαιώθηκαν. Ο Ούγγρος Ιστβάν Τοτ,
Παγκόσμιος Πρωταθλητής την προηγούμενη χρονιά, στάθηκε μπροστά του με τον ίδιο φόβο
που τον κοίταζαν οι πιτσιρικάδες που προσπαθούσαν να τον τραμπουκίσουν όταν ήταν ακόμα παιδί και
διαπίστωναν έντρομοι το μεγαλείο της ψυχής του και την αδάμαστη φύση του. Προσπαθώντας να
αποφύγει να παλέψει μαζί του στα ίσια (που βάσει συστήματος διεξαγωγής των αγώνων και με
ισοπαλία ερχόταν πρώτος), ο Τοτ δέχθηκε τρεις παρατηρήσεις για παθητικό παίξιμο, ενώ το
σκορ ήταν 1-1 στα σημεία, με αποτέλεσμα ο Μυγιάκης να γίνει αυτό που ονειρευόταν όταν ακόμη
χάζευε τους «γίγαντες». Χρυσός Ολυμπιονίκης και μάλιστα ο πρώτος δυτικός που έβαζε τέρμα
στην κυριαρχία του ανατολικού μπλοκ στο άθλημα.
Αυτό ήταν το παρθενικό χρυσό που έπαιρνε Έλληνας αθλητής στην πάλη και παράλληλα το
πρώτο χρυσό για την Ελλάδα μετά από 20 ολόκληρα χρόνια σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Πίσω
στην γειτονιά του οι καμπάνες της εκκλησίας της Αγια-Μαρίνας χτύπησαν χαρμόσυνα και ο
κόσμος βγήκε αυθόρμητα στους δρόμους, πράγμα που συνέβη και στον τόπο καταγωγής του. Που
απολύτως ταιριαστά με την περίσταση είναι το χωριό Θρόνος στο Ρέθυμνο!
Η νίκη του Μυγιάκη ήταν ένας άθλος που πιστώνεται σχεδόν αποκλειστικά στον ίδιον, για τους κόπους
και τις θυσίες του, αλλά το νέκταρ της πρωτοφανούς επιτυχίας εκείνο το χαμογελαστό παιδί από
την Κρήτη το μοιράστηκε με όλους τους Έλληνες, που έμπαιναν στην δεκαετία του ’80 κουβαλώντας
λίγη από την αισιοδοξία που γέννησαν τέτοιου τύπου γεγονότα και η διαπίστωση ότι εκεί που
πρωταγωνιστεί το πάθος, η δουλειά και η αδούλωτη θέληση, νικιούνται όλα. Και η πείνα και η φτώχεια
και η δυστυχία. Ο Μυγιάκης απέδειξε ότι καμιά φορά όλα αυτά δεν είναι εμπόδια, αλλά τα εφόδια που
κουβαλά κανείς μαζί του στην μοναχική πορεία του προς την καταξίωση.