Ι. Εισαγωγή
Σύμφωνα με το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, συνοικία σημαίνει τη μικρή περιοχή κυρίως πόλης, με ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά˙ σύμφωνα με το Λεξικό για το σχολείο και το Γραφείο του Μπαμπινιώτη, συνοικία είναι το τμήμα πόλης ή χωριού με ξεχωριστή ονομασία, κοινωνική και πολεοδομική ομοιογένεια, το οποίο διαφοροποιείται τόσο από το κέντρο της πόλης όσο και από τα προάστια. Διαφέρει έτσι η συνοικία, αφενός από τη γειτονιά, δηλαδή από το σύνολο των γειτονικών μεταξύ τους σπιτιών και αφετέρου από το προάστιο, δηλαδή από τον οικισμό που βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης και μακρυά από το κέντρο της. Οι γειτονιές με το χρώμα τους και τις ιδιαιτερότητές τους, αστικοί πυρήνες τρόπου ζωής, ηθών και εθίμων, μορφοποιούν τις συνοικίες στις οποίες είναι οικιστικά ενταγμένες˙ οι συνοικίες με τη σειρά τους σχηματοποιούν το άστυ και τέλος τα προάστια προϊδεάζουν για τη μορφή του κεντρικού οικιστικού συνόλου στην περιφέρεια του οποίου αναπτύσσονται. Η συνοικία λοιπόν με τις γειτονιές της είναι κομμάτι οργανικό της πόλης˙ πόλη στην ουσία είναι οι συνοικίες της, μια που αυτές μεταφέρουν την κουλτούρα τους στο κέντρο, όπου τα συνοικιακά πολιτιστικά χαρακτηριστικά συγχωνεύονται δημιουργικά και από το χωνευτήρι αυτό αναδεικνύεται η ταυτότητα της πόλης, που την ξεχωρίζει θεμελιακά από τις άλλες.
ΙΙ. Οι συνοικίες των Τρικάλων
Βασικές συνοικίες των Τρικάλων ήταν (πολλές εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα) : Οι Στρατώνες, οι Αμυγδαλιές, το Καραμαλή, τα Μισδανήτικα, οι Φυλακές, τα Εργατικά, ο Σταθμός, η Αγία Μονή, το Γαρδικάκι, το Δεσποτικό, το Τζαμί, οι Αμπελόκηποι, το Φρούριο, το Βαρούσι, τα Μανάβικα ή Χαλκουργεία, τα Εβρέικα, η Μπάρα (παλιότερα – εγώ δεν το πρόλαβα -Καραγάτσι), τα Κεραμαριά, τα Δικαστήρια, η Μπουτ, οι Ακακίες, η Βουβή, τα Σαράγια, το Τρικκαίογλου, τα Κουτσομύλια. Παλιότερα, ήταν τα Ξυλάδικα, τα Τσαγκαράδικα, τα Βουλγάρικα ήΤρανά Μνήματα, τα Αραπάτικα και τα Γύφτικα.
ΙΙΙ. Η Μπάρα
Ονομασία και Τοπογραφία
«Μπάρα» στην τρικαλινή ντοπιολαλιά σημαίνει λακκούβα στον δρόμο, συνήθως ρηχή και μικρού ή μεγάλου πλάτους, γεμάτη νερό από προηγηθείσα βροχή. Το νερό της είχε της χρώμα της λάσπης, από την οποία ήταν γεμάτος ολόκληρος ο χωμάτινος δρόμος γύρω της, γιατί βέβαια η δημιουργία της μπάρας προϋποθέτει δρόμο από χώμα. Η ασφαλτόστρωση των δρόμων έφερε νομοτελειακά και το τέλος της μπάρας. («Παράγωγο» της μπάρας είναι το ηχογενές ρήμα «πλατσανάω», από τον ήχο «πλατς»που έβγαινε όταν τα πόδια σου πατούσαν βιαίως στο μέσο της μπάρας, με αποτέλεσμα τα ρούχα των γύρω σου να γεμίζουν από καφετιά λασπόνερα που πετιούνταν ολόγυρα χωρίς κανένα έλεος για τους διαβάτες. Χωρίς λοιπόν τις μπάρες, το ρήμα πλατσανάω – ασυναίρετο πάντοτε – θα ήταν άγνωστο στα τρικαλινά).
«Μπάρα»ονομάζεται και μία από τις τρικαλινές συνοικίες, που ορίζουν σταυροειδώς την πόλη : Αγία Μονή-Μπάρα, Στρατώνες-Νεκροταφείο. Ξεκινάει από την Κονδύλη, τρία τετράγωνα μετά την Κεντρική Πλατεία (εκεί που ήταν τότε το Β’ Αστυνομικό Τμήμα) πηγαίνοντας προς το παλιό Πρώτο Γυμνάσιο Αρρένων και φθάνει μέχρι τη μεγάλη αλάνα του ΣηΜπέη (προφανώς από το όνομα κάποιου μωαμεθανού αγά, ίσως και σπαχή, τσιφλικά της περιοχής, στα κτήματα του οποίου θα περιλαμβανόταν και η αλάνα αυτή). Περιμετρικά,η Μπάρα ορίζεται από τις οδούς Ματαραγκιώτου μέχρι το τέρμα της, περιφερειακή οδό Λαρίσης-Καλαμπάκας και Μακεδονίας. Περιλαμβάνει έτσι τέσσερις βασικές, σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους, οδικές αρτηρίες : τη Ματαραγκιώτου, την Τούσον, την Κονδύλη και τη Μακεδονίας. Συνόρευε τότε περιμετρικά με το Βαρούσι, τον λόφο του Αηλιά, τοχωριό Σελίμογλου, το εβραίικο νεκροταφείο, τη σημερινή περιφερειακή οδό Λαρίσης-Καλαμπάκας, τον υποσταθμό της ΔΕΗ στο τέρμα Μακεδονίας, τα κεραμαριά Μητσιάδη και τον αλευρόμυλο Βοϊλα, στην ομώνυμη πλατεία, όπου γινόταν και το ζωοπάζαρο.
Η Μπάρα που ιστορείται στο κείμενο που ακολουθεί, είναι η συνοικία όπως τη γνώρισα και την έζησα στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα.
Οι κάτοικοι της Μπάρας
Οι οικογένειες που κατοικούσαν στη Μπάρα δεν ήταν διαφορετικές – σε γενικές γραμμές – από την πλειοψηφία των οικογενειών όλων των Τρικάλων. Στη συνοικία μας, αλλά και σε όλα τα Τρίκαλα, κατοικούσαν γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, βιοτέχνες, βιομήχανοι, εμποροϋπάλληλοι και γενικότερα ιδιωτικοί υπάλληλοι, δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι που στελέχωναν τα Γυμνάσια και τα Δημοτικά σχολεία της πόλης, τις υπηρεσίες της Νομαρχίας και του Δήμου Τρικκαίων, αντιστοίχως, καθώς και επαγγελματίες όλων των ειδών : ξενοδόχοι, ραφτάδες, μπακάληδες, μανάβηδες, ποδηλατάδες, βιβλιοπώλες, κρεοπώλες, καφεπώλες, υαλοπώλες, έμποροι υφασμάτων και έτοιμων ενδυμάτων, μοδίστρες, έμποροι καλλυντικών, έμποροι ειδών υγιεινής, έμποροι σιτηρών, εδωδίμων και αποικιακών, έμποροι ηλεκτρικών ειδών, αυτοκινητιστές, ταξιτζήδες, αμαξάδες, μεταφορείς, κολλυβιστές, καθαριστές ενδυμάτων, φωτογράφοι υπαίθριοι και μη, περιπτεράδες, τεχνίτες όλων των ειδών : ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, αρτοποιοί, σιδηρουργοί, σαγματοποιοί, οινοποιοί, ρολογάδες,ζαχαροπλάστες υπαίθριοι και μη, χρυσοχόοι, ηλεκτρολόγοι, λούστροι, παγωτατζήδες.
Βαρκό, χαβούζια και μεγάλη μπάρα
Ολόκληρη η Μπάρα, ιδίως μετά την εκκλησία του Αγιοθανάση, δεξιά και αριστερά, ήταν μέρος «βαρκό» όπως το λέγανε τότε, δηλαδή τοποθεσία όπου ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας ήταν πολύ κοντά στο έδαφος, με αποτέλεσμα ο τόπος να πλημμυρίζει εύκολα με τις βροχές και να γεμίζει η περιοχή με εκτάσεις γεμάτες νερά που έκαναν καιρό να στεγνώσουν, αλλά και με βατράχια (τα μπακακάκια που τα λέγαμε τότε, από τον χαρακτηριστικότατο ήχο των κοασμάτων τους) που ακούγονταν ακατάπαυστα όλες τις καλοκαιρινές νύχτες και που κάθε Αύγουστο γέμιζαν τις αυλές μας πηγαίνοντας όλα με το ιδιότυπο πήδημά τους προς τον λόφο του Αηλιά, άγνωστο για ποιόν λόγο. Εξ αιτίας του υδροφόρου αυτού ορίζοντα υπήρχαν στην περιοχή πλήθος από τις λεγόμενες ανάβρες, δηλαδή πηγές από τις οποίες έβγαινε μέσα από τα χορτάρια του λειβαδιού πεντακάθαρο (και γι’ αυτό πόσιμο) νερό. Τα αρτεσιανά αφθονούσαν τότε στη Μπάρα, όπως και οι γνωστότατες τότε τουλούμπες (τλούμπες τις λέγαμε, με τη γνωστή αποκοπή των φωνηέντων, στα τρικαλινά), δηλαδή χειροκίνητες αντλίες μη πόσιμου ύδατος, τις οποίες είχε κάθε σπίτι στη Μπάρα, αλλά και στα Τρίκαλα γενικότερα, για τη λάτρα και το πότισμα των δέντρων, των κήπων και των γλαστρών, που γινόταν με τα ποτιστήρια.Πριν από τα αρτεσιανά, τα μποστάνια (που αφθονούσαν στην περιοχή, γνωστές δε μπαριώτικες οικογένειες που τα καλλιεργούσαν επαγγελματικά ήταν οι Μπρενταίοι, οι Ζηντζιοβαίοι, οι Ντιρογιανναίοι και οι Νταραμαραίοι) αρδεύονταν από τα αποκαλούμενα «χαβούζια» (από το τούρκικο havuz) : το χαβούζι ήταν ένας στρογγυλός μεγάλος και βαθύςλάκκος γεμάτος με νερό και, για τη λειτουργία του ειδικού μηχανισμού που ήταν μέσα στο άνοιγμα ώστε να αντληθεί το νερό και να ποτισθούν τα φυτώρια των ζαρζαβατικών, χρησιμοποιούνταν μουλάρια ή άλογα τα οποία – με δεμένα τα μάτια – ήταν ζεμένα στον μηχανισμό αυτόν κατά τρόπο ώστε να γυρίζουν ακατάπαυστα γύρω από τον λάκκο.
Από τα πολλά νερά που κατέκλυζαν τότε τη Μπάρα, στην ήδη προέκταση της Κονδύλη, που τότε έφθανε μέχρι την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη μπάρα που άρχιζε από το σπίτια των οικογενειών Κράγια και Μπρέντα και τελείωνε πολύ μετά την ήδη Πυροσβεστική Υπηρεσία. Τα νερά από τη μπάρα αυτή δεν στέγνωναν παρά μόνον τον καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες, για να τη γεμίσουν πάλι αμέσως με τις φθινοπωρινές βροχές. Η πρόσβαση των ανθρώπων προς το εσωτερικό της Μπάρας από το σημείο εκείνο γινόταν αποκλειστικώς από υπερυψωμένα αναχώματα που υπήρχαν ένθεν και ένθεν αυτής˙ αν κάποιος ήθελε τη διασχίσει καθέτως από το ένα ανάχωμα στο άλλο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει μεγάλες πέτρες που εξείχαν από τη στάθμη των νερών και τις είχαν τοποθετήσει εκεί για τον σκοπό αυτόν οι περίοικοι.
Τα παραπήγματα
Δεξιά από τη μεγάλη μπάρα όπως κατευθυνόσουν από τον Αγιοθανάση στο Σήμπεη, βρίσκονταν τα θρυλικά Παραπήγματα, ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Επρόκειτο για τέσσερις-πέντε παράγκες, φτιαγμένες από ετερόκλητα υλικά, κυρίως σανίδες και τσίγκους, με στέγες από πισσόχαρτο. Οι παράγκες αυτές έβλεπαν στην παραπάνω μπάρα. Κατοικούνταν από οικογένειες για χρόνια ολόκληρα χειμώνα-καλοκαίρι, με τα παιδιά τους πήγαινα στο ίδιο σχολείο, το 4ο Δημοτικό στην Αγία Επίσκεψη. Οι άνθρωποι που κατοικούσαν στις παράγκες αυτές ήταν κυρίως τεχνίτες και εργάτες. Με τα χρόνια εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους, μόλις αυτοί ορθοπόδησαν οικονομικώς και ήταν πια σε θέση να μισθώσουν και να κατοικήσουν σε ανθρώπινα σπίτια.
Μπορμποτσιλιά και σκαμνιά
Η Μπάρα (το δασύλλιο του Αηλιά είναι εκτός) ποτέ δεν ήταν πλούσια σε δέντρα. Αρκούνταν σε όσα λίγα οι νοικοκυραίοι είχαν φυτέψει στις αυλές τους, στις ελάχιστες ακακίες στην Κονδύλη, στα λίγα κυπαρίσσια στην αυλή του Αγιοθανάση, στα πέντε-δέκα πεύκα στην αυλή της οικίας Θεοδοσόπουλου, μια ξεχασμένη ροδίτσα πίσω από την οικία Χαραμή, δυο-τρεις συκιές πίσω από το σπίτι Καρπούζα, μια μπορμποτσιλίτσα στην πλατεία Λαναρά και μια σκαμνιά έξω από την οικία Μαυρέλη.
Μπορμποτσιλιές παλιότερα υπήρχαν παντού. Λένε ότι ήταν ιερό δέντρο των μουσουλμάνων που κάποτε αφθονούσαν στα Τρίκαλα και ότι έξω από κάθε τέμενός τους ήταν φυτεμένη μία οπωσδήποτε. Πιθανολογώ ότι στο πλάτωμα της σημερινής πλατείας Λαναρά (που κάποτε παίζαμε μπάλλα) θα πρέπει να υπήρχε κάποτε τζαμί˙ έτσι θαρρώ πως εξηγείται η ύπαρξη της μπορμποτσιλιάς εκεί.
Η σκαμνιά όμως του κ. καθηγητή ήταν πραγματικά πόλος έλξης για το παιδομάνι της Μπάρας, που τη γυρίζαμε καθημερινά και την ξέραμε σπιθαμή προς σπιθαμή. Ήταν ένα θεόρατο δέντρο που άπλωνε νωχελικά μεν θρασύτατα δε τις πυκνόφυλλες κλάρες του δεξιά και αριστερά, φορτωμένες τα καλοκαίρια με τους χρυσοκίτρινους μελένιους και ολόγλυκους καρπούς του («λουκουμάδες» τους λέγαμε !), ενώ πλήθος από ζουζούνια παντός είδους και κυρίως μέλισσες και σφήκες τρυγούσαν μεθυσμένες τα σκάμνια είτε επάνω στο δέντρο είτε πεσμένα καταγής, λυωμένα από την καλοκαιριάτικη λαύρα. Ο δρόμος μας από το 4ο Δημοτικό προς τα σπίτια μας περνούσε από τη σκαμνιά αυτή. Πού μας έχανες λοιπόν πού μας εύρισκες, σκαρφαλωμένους στο δέντρο να γευόμαστε με άφατη γαστριμαργική αγαλλίαση τους λαχταριστούς καρπούς του, εισπράττοντας φυσικά τις φωνές των νοικοκυραίων, που θα πρέπει περισσότερο από την ενόχληση που τους προκαλούσαμε με τις απαραίτητες φωνές μας, να φοβόνταν μήπως πέσουμε και χτυπήσουμε.
Η οδός Κονδύλη
Ραχοκοκκαλιά της Μπάρας ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι η οδός Κονδύλη, για να υπενθυμίζει στους Τρικαλινούς τον συντοπίτη μας στρατηγό, που είχε κυριαρχήσει και στην πολιτική ζωή του τόπου στα προπολεμικά αλλά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η οδός αυτή αρχίζει από την κεντρική πλατεία και είναι απολύτως ευθεία μέχρι το Σήμπεη.
Σπίτια της Μπάρας
Η Μπάρα αρχίζει από το ύψος της τότε οικίας Μάτη, ένα πανέμορφο δίπατο πέτρινο κτίριο, με υπερυψωμένη μεγάλη βεράντα και συντριβάνι. Όπως προχωρούσες προς τον Αγιοθανάση, δεξιά και αριστερά της οδού, αλλά και σε παρόδους της,ήταν κτισμένα ομορφότατα πέτρινα σπίτια. Χαρακτηριστικές ήταν οι οικίες :α)Τσιγαρίδα (μηχανικού), β)Στέφ. Καμινιώτη (εμπόρου ενδυμάτων με κατάστημα στην Κεντρική Πλατεία), γ)Παπαθανασίου (ιατρού μαιευτήρα), δ)Χαραμή (εβραίου τραπεζίτη Τρικάλων και μετέπειτα οικία και κλινική ιατρού Σκώτη), ε)Ξεν. Καλοζάκη (εμπόρου υφασμάτων, με κατάστημα επί της Κονδύλη, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο Μέγα), στ)Θεοδοσόπουλου (δημάρχου Τρικκαίων και εμπόρου υφασμάτων επί της οδού 28ης Οκτωβρίου, αριστερά πηγαίνοντας προς τα δικαστήρια και μετέπειτα οικία Σολομών), ζ)Διβάνη (εμπόρου σιτηρών), η)ΜήτσιουΜάτη (εμπόρου, με κατάστημα επί της οδού Τούσον και πατέρα του μετέπειτα Βουλευτή Τρικάλων, αείμνηστου Θανασάκη), θ)αδελφών Γκαντέλου (εμπόρων, με κατάστημα σιδηρικών επί της οδού 28ης Οκτωβρίου, δεξιά πηγαίνοντας προς τα δικαστήρια), επί της οδού Μακεδονίας, αριστερά μόλις περνούσες τον φούρνο του Μπαρμπαγιάννη Κατσίκη, ι)Γιώργου Κατσίκη, αυτοκινητιστή, επί της Μακεδονίας αριστερά πηγαίνοντας προς τον υποσταθμό της ΔΕΗ, ια)Αντ. Κουτανίτη (πρώην Σελεμέκου), επί της οδού Φιλίππου, εμπόρου και συνεταίρου Γ. Λεβέντη, με κατάστημα στη συμβολή της Κονδύλη με την28ης Οκτωβρίουαριστερά πηγαίνοντας προς τα δικαστήρια και ιβ) Μιχέλ Νεγρίν, πιλοποιού με κατάστημα επί της οδού Καραϊσκάκη, δεξιά πηγαίνοντας προς το τότε Α΄ Αστυνομικό Τμήμα.
Οι οικίες Θεοδοσόπουλου, Χαραμή και Τρύπα
Όλα τα σπίτια αυτά ήταν όμορφα και κτισμένα με τεχνοτροπία και σχέδια ανάλογα με την εποχή στην οποία είχαν ανεγερθεί, όμως οι οικίες των Θεοδοσόπουλου, Χαραμή και Τρύπα ξεχώριζαν και έδιναν στη γειτονιά μας ξεχωριστή αίγλη.
Το πρώτο από αυτά ήταν μια αληθινή έπαυλη. Πιθανολογώ ότι θα πρέπει να είχε κτισθεί προπολεμικά. Βρισκόταν στη συμβολή της Κονδύλη με τη Μακεδονίας και, μαζί με την πολύ μεγάλη αυλή της, έπιανε σχεδόν μισό τετράγωνο. Επρόκειτο για ένα λιθόκτιστο κτίσμα, μονόρροφο, περίκλειστο με ψηλό μαντρότοιχο και μεγάλη σιδερένια πλουμιστή αυλόθυρα. Δεν θυμάμαι πώς ήταν το εσωτερικό της, γιατί είχα πάει μια μόνο φορά, όταν κατοικούσε σε αυτή η οικογένεια του φίλου μου Τζέκυ Σολομών. Το μόνο που είχα συγκρατήσει τότε, επειδή μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, ήταν τα πολύχρωμα βιτρώ στις πόρτες των δωματίων. Ο αύλειος χώρος του σπιτιού ήταν πράγματι εντυπωσιακός. Κατά πρώτο, στην πλευρά του προς τη Μακεδονίας – ακριβώς απέναντι από τον φούρνο Κατσίκη – υπήρχε στρογγυλό συντριβάνι με χρυσόψαρα να κολυμπούν στα νερά του και ξύλινα πλουμιστά παγκάκια ολόγυρα από το συντριβάνι, κάτω από ψηλά πεύκα που τα πλαισίωναν. Ολόκληρη η αυλή ήταν γεμάτη από αλτάνες, κρεββατίνες, βραγιές, πλακόστρωτους διαδρόμους γεμάτους με πολύχρωμα λουλούδια και στο άλλο άκρο της υψώνονταν εντυπωσιακό περίπτερο, δηλαδή ένα θαυμάσιο κτίσμα από μαντέμι και ξύλο, σε σχήμα ροτόντας, για τον απογευματινό καφέ και τσάι της οικογένειας. Είχε γυάλινη οροφή, ολόγυρα στολισμένη με μαντεμένιους μαίανδρους και, περιφερειακά διέθετε άνετους καναπέδες γύρω από γυάλινο τραπέζι. Γενικά, ολόκληρη η έπαυλη αυτή έδειχνε ότι κατοικούνταν από ανθρώπους υψηλότατης οικονομικής στάθμης και άψογης αισθητικής, με συνήθειες και τρόπο ζωής που θύμιζαν αγγλική αριστοκρατία (φαντάσου : υπήρχε τέτοια οικογένεια στα προπολεμικά Τρίκαλα !) και απείχαν κατά πολύ από τον μέσο όρο. Δυστυχώς, αυτή η έξοχη κατοικία δεν ευτύχησε στα στερνά της : για λόγους που βεβαίως αγνοώ, σε ένα μεγάλο μέρος της αυλής της, (αυτό επί της οδού Κονδύλη), στεγάσθηκε ο θερινός κινηματογράφος «Άριστον», ενώ στην κύρια κατοικία λειτούργησε παιδικός σταθμός, προφανώς από ενοικιαστές της. Σήμερα, στη θέση του καλλιτεχνήματος αυτού έχει ανεγερθεί ογκώδης πολυκατοικία …
Άλλης τελείως τεχνοτροπίας η οικία που είχε κτίσει ο εβραίος τρικαλινός τραπεζίτης Χαραμής, (όπως μου είχε πει η γιαγιά μου, η οποία είχε κατοικήσει στο σπίτι αυτό μετά τον Χαραμή, προ του 1946). Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην γωνία της Κονδύλη με τη Φιλίππου, δεξιά όπως έμπαινες στη Φιλίππου και διαγώνια με το θρυλικό καφενείο του Φάνη Ψημμένου. Ήταν λίθινο οίκημα τρίπατο, τεράστιο, πανέμορφο, περιστοιχισμένο από μανδρότοιχο, με μεγάλα μπαλκόνια για σεργιάνι, είχε μνημειακή ημικυκλική κλίμακα στην είσοδο και διέθετε ειδικούς χώρους για πλυντήριο και αποθήκες, καθώς και … καταφύγιο (!) για προστασία από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, στο οποίο παίζαμε με τα παιδιά της οικογένειας του ιατρού Σκώτη, που κατοίκησε εκεί όταν η οικογένειά μου είχε μετοικήσει απέναντι στην οικία Σύκου. Το καταφύγιο αυτό ήταν κτίσμα φτιαγμένο ολόκληρο από τσιμέντο, με διάδρομο και δύο δωμάτια ένθεν και ένθεν, με παχείς τοίχους και επικλινή στέγη στην οποία προεξείχαν τέσσερις σιδερένιοι κυλινδρικοί αεραγωγοί. Άλλο ένα εμφαντικότατο δείγμα για το ποιόν των ανθρώπων που κοσμούσαν την πόλη μας προπολεμικά˙ το αιωνιο ορμέμφυτο της αναδείξεως στην κοινωνική ομάδα, που μαζί με τα άλλα δύο (της επιβιώσεως και της αναπαραγωγής) ξεχώριζε τον sapienssapiens από τα υπόλοιπα δημιουργήματα του Αίδιου. Η οικία αυτή στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία και ιατρείο του ιατρού Σκώτη και στη συνέχεια – απ’ όσο ξέρω- εγκαταλείφθηκε, αγνοώ γιατί. Δυστυχώς, η μοίρα του θαυμάσιου αυτού σπιτιού (όπως και πολλών άλλων τρικαλινών κοσμημάτων, όπως λ.χ. τηςπερίφημης οικίας Βασδέκη επί της Χατζηπέτρου) ήταν όμοια με εκείνη του οικήματος Θεοδοσόπουλου : υπέκυψε και αυτό μοιραία στον συρμό της εποχής και στη θέση της έχει ανεγερθεί πολυκατοικία …
Ενδιαφέρουσα ήταν (και εξακολουθεί να είναι) η οικία του γιατρού Τρύπα στην πλατεία Λαναρά. (Την έβλεπα καθημερινά, πηγαίνοντας στο 4Ο Δημοτικό Σχολείο στην πλατεία Αγίας Επισκέψεως, από το στενό που άρχιζε ακριβώς έξω από το σπίτι αυτό και κατέληγε στον φούρνο Γαμβέττα και το μπακάλικο Βλαχάβα). Πρόκειται για δίπατο λίθινο σπίτι με χαρακτηριστικές καμάρες που στεγάζουν τις βεράντες του. Διαφέρει ακόμα και σήμερα από τα διπλανά του κτίσματα, παλιά και μοντέρνα, τόσο που θαρρείς πως ο αρχιτέκτονας όταν το σχεδίαζε ήταν στις μεγάλες εμπνεύσεις του, όμως αναδεικνύεικαι τις μύχιες σκέψεις του να δημιουργήσει οίκημα που να δείχνει ποιος είναι ο νοικοκύρης του.
Το καφφενείο του Φάνη Ψημμένου
Επί της Κονδύλη, αριστερά όπως κατέβαινες προς το Σήμπεη, στη γωνία με τη Φιλίππου βρισκόταν το καφφενείο του Φάνη Ψημμένου, ενός ανθρώπου με χαρακτηριστική μορφή και σωματοδομή, αεικίνητου και προθυμότατου. Επρόκειτο για δίφατσο μεγάλο κατάστημα, με σανιδένιο πάτωμα, τεζάχι για το ψήσιμο των καφφέδων σε καφτή άμμο, μεγάλους καθρέφτες και μπουκάλια με ποτά στους τοίχους, ξύλινους καναπέδες περιφερειακά, τραπεζάκια με μάρμαρο και ψάθινες καρέκλες στη σάλλα και στο πεζοδρόμιο. Ακριβώς στη γωνία έξω από το κατάστημα ήταν μία χαρακτηριστική τλούμπα. Φημολογούνταν τότε ότι στο καφφενείο αυτό ο καφφές (τούρκικος βεβαίως˙ τα υπόλοιπα ήδη του ιταλικού καφφέ, που ενέσκηψαν τα τελευταία χρόνια και εξαφάνισαν σχεδόν ολότελα τον παραδοσιακό τούρκικο) ήταν θαυμάσιος, φτιαγμένος πάντα με το μεράκι του μπαρμπα-Φάνη. Άνοιγε πάντοτε πριν να ξημερώσει, για να πιάσει τους πελάτες που ξεκινούσαν την ημέρα τους αχάραγα, κυρίως αμαξάδες, χτίστες, καρροποιούς, εργάτες, μποσταντζήδες. Τους καφφέδες και τις λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες πήγαινε στους γύρω μαγαζάτορες μέσα τον χαρακτηριστικό σκεπαστό τσίγκινο δίσκο για να μη σκονίζονται από τον κουρνιαχτό του δρόμου, (βλέπεις δεν είχε ακόμα ασφαλτοστρωθεί η Κονδύλη και η Φιλίππου), ο Κώτσιος ο Παλαράς, ένα πολύ καλό παιδί, πάντα με το χαμόγελο στο στόμα, προθυμότατο και αγαπητότατο στους πελάτες του καφφενείου και γενικώς στους Τρικαλινούς που τον γνώριζαν.
Τα μαγαζιά της Κονδύλη
Λίγο πριν από το καφφενείο του Ψημμένου, ήταν τρία χαρακτηριστικά μαγαζιά, στεγασμένα σε παμπάλαια χαμηλά λιθόκτιστα οικήματα : το σιδηρουργείο Μπαρούτα, το χαλκουργείο Λώλη και το σαγματοποιείο Σύκου. Αναθυμάμαι τον σιδερά Μπαρούτα, να σφυροκοπά αδιάκοπα στο αμόνι και να ανοιγοκλείνει το φυσερό για να συντηρεί τη φωτιά στο καμίνι˙ τον Λώλη, χαμένον μέσα στο πλήθος των πανέμορφων χάλκινων αντικειμένων που τεχνουργούσε (ταψιά, σινιά, μαγκάλια, λογής λογής υδροδοχεία, βάζα, ως ουκ έστιν αριθμός) να αγοράζει από τους πιτσιρίκους της γειτονιάς τα θρυλικά χαλκά (υπολείμματα από παλιούς τενεκέδες, χάλκινα ή ατσάλινα σύρματα και κονσερβοκούτια, που αφθονούσαν τότε στα άκτιστα οικόπεδα της ευρύτερης Μπάρας, σφυροκοπημένα πολλή ώρα με πέτρα ώστε να αποτελέσουν ένα άμορφο συνονθύλευμα)˙ τον Σύκο, να φτιάχνει σαμάρια για όλα τα υποζύγια με πανιά, ξύλα και άχυρα και να τα βγάζει στο πεζοδρόμιο τα σαμάρια για πούλημα. Μετά την κατεδάφιση των παλαιών αυτών κτισμάτων, χτίσθηκε στη θέση τους νέο οίκημα, το οποίο στέγαζε άλλα πλέον μαγαζιά : το ραφείο Παπαγεωργίου, το σφαιριστήριο των κουρέων αδελφών Δήμου και Φώτη Κακαέ και μία βιοτεχνία κατασκευής παγωτών στο ξυλάκι, σαν της ΕΒΓΑ.
Ακριβώς απέναντι από τα παραπάνω καταστήματα, ήταν το ξυλουργείο Πήχου, το ποδηλατάδικο Γκαραγκάνη, το παπουτσήδικο Μπατάλα και στη συνέχεια το εμπορικό κατάστημα υποδημάτων του γυιού του, Γιωργούλα Μπατάλα και το ζαχαροπλαστείο του Σοφαδίτη Γάλλου, με τις ωραίες πουτίγκες και τα γευστικότατα κορνέ.
Ο κινηματογράφος «Άριστον»
Το καμάρι όμως της γειτονιάς μας ήταν ο θερινός κινηματογράφος «Άριστον» των αδελφών Διβάνη, επί της Κονδύλη, δεξιά όπως πήγαινες προς το ΣήΜπεη, σε μέρος του πρώην κήπου της οικίας Θεοδοσόπουλου. (Οι αδελφοί Διβάνη είχαν ήδη τον χειμερινό κινηματογράφο «Απόλλων», στη θέση του παλιότερου «Ορφέως», στην πλατεία Αμερικανών, κάτω από το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον» επί της οδού Απόλλωνος, αριστερά όπως πήγαινες προς τις Φυλακές). Αγνοώ για ποιόν λόγο προτιμήθηκε η Μπάρα για τη λειτουργία του θερινού αυτού κινηματογράφου, δηλαδή μία συνοικία της πόλης μας, όχικαι τόσο κοντά στο κέντρο της για τα δεδομένα της εποχής. Πάντως, το άνοιγμα του κινηματογράφου αυτού στη γειτονιά μας ήταν ό,τι καλλίτερο γι’ αυτήν : φωτίσθηκε η Κονδύλη από τη φωτεινή επιγραφή του, από τις φωτισμένες γυάλινες προθήκες του και στολίσθηκε από τις επιδαπέδιες ταμπέλλες με τις σχετικές έγχρωμες ή ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανήγγελλαν την ταινία που παιζόταν εκείνη την ημέρα, καθώς και τις εκείνες που θα παίζονταν «Προσεχώς». Προσελκύσθηκαν θεατές από όλα τα Τρίκαλα, που κάθε καλοκαιρινό βράδυ πηγαινοέρχονταν στην γειτονιά μας είτε για να πληροφορηθούν την ταινία που παιζόταν είτε για να την παρακολουθήσουν. Έτσι, η Κονδύλη στο ύψος του κινηματογράφου αυτού, από μια ήσυχη, σχεδόν έρημη και σκοτεινή οδό που ήταν μετά τη δύση του ήλιου, μετατράπηκε από τη μια μέρα στη άλλη σε πολύβουο μέρος, αφού έγινε και πόλος συνάντησης των περιοίκων, που μαζεύονταν στο φουαγιέ του κινηματογράφου καθώς και στο έξω πεζοδρόμιο και έκαναν παρέα. Κατασκευαστικά, το σινεμά αυτό ήταν ό,τι καλλίτερο είχε να επιδείξει η κινηματογραφία : διέθετε τα τελετευταία μηχανήματα προβολής ταινιών, με άριστη εικόνα και κρυστάλλινο ήχο. Ολόκληρη η εξωτερική εμφάνιση του κινηματογράφου ήταν σχεδιασμένη αριστοτεχνικά, σε γκρί χρώμα, είχε πελώριο για τα δεδομένα της εποχής φουαγιέ, πλουσιότατο μπαρ και άνετο χώρο εσωτερικά για την παρακολούθηση της ταινίας.
Το περίπτερο του Τάσιου
Έξω από την οικία Θεοδοσόπουλου ήταν το θρυλικό περίπτερο του Τάσιου Κοντού, το μοναδικό σε ολόκληρη τη Μπάρα με εκείνο του Δοξαριώτη (που βρισκόταν στον δρόμο για το Σελήμογλου, απέναντι από το παντοπωλείο Ζώζια), πριν να γίνει το περίπτερο Ταρασλιά, έξω από τον Αγιοθανάση. Το περίπτερο αυτό, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας, (όπως όλα τότε τα περίπτερα στην πόλη μας), ήταν ένα από τα πολλά που λειτούργησαν στη δεκαετία του ΄50 με βάση τις σχετικές άδειες που έδινε το Κράτος σε αναπήρους του πολέμου της περιόδου 1940-1949. «Περίπτερον Αναπήρου Πολέμου 1940-1941 Αναστασίου Κοντού» έγραφε η πινακίδα στην προμετωπίδα του περίπτερου, με τη δάφνη να στεφανώνει το όνομα του αναπήρου. Ψυχή του καταστήματος ήταν ο Τάσιος Κοντός, ένας ψηλός και ευθυτενής άνθρωπος με άσπρα μαλλιά και την πατερίτσα του, πατέρας του Γιάννη, που τον βοηθούσε στο περίπτερο. Από εκεί ξεκινούσε και πυκνόφυλλη πέργκολα που έφτανε μεχρι τον μαντρότοιχο του Θεδοσόπουλου, κάτω από την οποία είχε τοποθετηθεί ξύλινος πάγκος για να ξεκουράζεται ο περιπτεράς και η οικογένειά του και να βρίσκει λίγη δροσιά τις ζεστές καλοκαιρινές ημέρες, όταν το θερμόμετρο πολλές φορές έδειχνε και 45 βαθμούς υπό σκιάν. Στο περίπτερο αυτό βρίσκαμε τότε να αγοράσουμε καραμέλλες γάλακτος τυλιγμένες μία-μία σε χρυσόχαρτο με την κόκκινη αγελαδίτσα, καραμέλλες ραντεβού κόκκινες ή πράσινες, στρογγυλές ή στενόμακρες, καραμέλλες ξερολούκουμα τυλιγμένες σε διαφανές σελλοφάν, «τύχες» κλεισμένες σε φακελλάκια ένα πενηνταράκι το ένα με εσώκλειστες φωτογραφίες σημαιών όλων των τότε κρατών παγκοσμίως, μπισκότα παπαδοπούλου, σοκολάτες όλων των ειδών γάλακτος και αμυγδάλου, τσιχλόφουσκες σε μικρούς ρόζ κυλίνδρους, μολύβια, στυλό μπικ, γομολάστιχες, τετράδια των δώδεκα σελίδων, μου φαινόταν ότι στους τέσσερις τοίχους του περίπτερου αυτού ήταν κλεισμένος όλος ο ντουνιάς. Κάθε πενηνταράκι (μισή δραχμή) που εξοικονομούσαμε από τους γονείς μας, το ξοδεύαμε εκεί. Πουλούσε για τους μεγάλους και τσιγάρα χύμα, τα αποκαλούμενα «δεύτερα», σε μεγάλο κουτί των εκατό σιγαρέττων. Ήταν ο τελευταίος σταθμός όλων που πήγαιναν προς τη Μπάρα να προμηθευθούν τα ψιλικά τους, γιατί δεν υπήρχε άλλο περίπτερο μέχρι βαθιά στη Μπάρα. Το περίπτερο αυτό είχε γίνει το κέντρο στο οποίο όλη η γύρω γειτονιά περνούσε από εκεί πολλές φορές κάθε μέρα για να αγοράσει διάφορα, από τσιγάρα και τις τότε τοπικές εφημερίδες («Αναγέννηση», «Έρευνα», «Τρικαλινά Νέα») μέχρι κουβαρίστρες και βελονάκια, από βαφές παπουτσιών «Κάμελ» (στο χαρακτηριστικό κίτρινο μεταλλικό κουτί με την σκίτσο καμήλας στο καπάκι του, ιδανικό για το παιδικό παιχνίδι Σαλίγκαρος, όπως και τα καπάκια από τη «Θρεψίνη») μέχρι ξυραφάκια «Άστορ» μπλε ή κόκκινα κι από μπανέλλες για τους γιακάδες των πουκάμισων μέχρι κόκκινα φυτιλάκια (όταν τελείωναν τα λουμινάκια) για το καντήλι στα εικονίσματα που δεν έλειπαν τότε από το σπίτι. Με αποτέλεσμα, να διακινούνται από το πλήθος των ανθρώπων που κυκλοφορούσαν εκεί οι πληροφορίες για τα συμβάντα στη γειτονιά καθώς και για ό,τι συνέβαινε γενικότερα στα Τρίκαλα, αλλά και στην Ελλάδα ολόκληρη, μια και τότε το μεν ραδιόφωνο στα σπίτια ήταν σπάνιο, ακριβό γαρ, η δε τηλεόραση είδος παντελώς άγνωστο. Πού το έμαθες ; ρωτούσες και σου απαντούσαν «το λένε όλοι στον Τάσιο !».
Το εικόνισμα
Ακριβώς δίπλα στο περίπτερο υπήρχε εικόνισμα αφιερωμένο στην Παναγία. Λέγανε τότε ότι το ανήγειρε η οικογένεια Κοντού, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης στην Παναγία, επειδή ένα από τα παιδιά της οικογένειας αυτής είχε σωθεί από το δυστύχημα που είχε συμβεί στα 1959 εάν θυμάμαι καλά, όταν το λεωφορείο που μετέφερε τρικαλινούς προσκυνητές στο μοναστήρι της Παναγίας Σπηλιάς στα Άγραφα για τις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου, έπεσε σε γκρεμό με με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί από τους επιβάτες.
Ο φούρνος του Κατσίκη
Στη γωνία Κονδύλη και Μακεδονίας, δεξιά όπως πήγαινες για το ΣήΜπεη και αριστερά όπως έμπαινες στη Μακεδονίας, βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμα), ο ξυλόφουρνος του Μπαρμπαγιάννη Κατσίκη, ενός συμπαθέστατου κλασσικού φούρναρη, πατέρα του Θανάση και εργοδότη του συμπαθέστατου Αλέκου, με το στριφτό ξανθό μουστάκι και το αιώνιο χαμόγελο στα χείλη. Από τις θεόρατες τζαμαρίες του φούρνου προεξείχαν τα μεγάλα ξύλινα φτυάρια, με τα οποία φουρνίζονταν και ξεφουρνίζονταν οι φραντζόλες του ψωμιού και τα ταψιά με τα φαγητά που οι νοικοκυρές έστελναν εκεί για να ψηθούν, πίττες (λαχανόπιττες, τυρόπιττες, κολοκυθόπιτττες) και τις Κυριακές, κρέας με πατάτες, ρύζι ή μακαρόνια, μαζί με το πακέτο με τα μακαρόνια και το ρύζι για να τα ρίξει ο φούρναρης στο ταψί με περισσή μαστοριά στο κατάλληλο σημείο του ψησίματος. Οι φραντζόλες του ψωμιού ζυμώνονταν από βραδίς και στη συνέχεια φουρνίζονταν με τα μακρυά φουρναρόξυλα από την ειδική ημικυκλική θυρίδα που έκλεινε με συρόμενη στην καυτή από τα φλεγόμενα ξύλα πλάκα του φούρνου. Κάποτε, κυκλοφόρησε η φήμη ότι στις τζαμαρίες του φούρνου είχε εμφανισθεί η μορφή της Παναγίας, με αποτέλεσμα να γίνει κοσμοσυρροή στο πεζοδρόμιο έξω από τον φούρνο, από πιστούς και άλλους περίεργους που πήγαν να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το θαύμα. Στη γύρω περιοχή, θυμάμαι τον φούρνο του Ρουμπαζάνη επί της Τουσόν, στο τέρμα της Φιλίππου και εκείνον του Τολίκα κάτω από το κτίριο που στέγαζε τη διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού και στη συνέχεια, όταν το Σώμα μετακινήθηκε στην Κοζάνη, τη Διοίκηση της 7ης Μεραρχίας Στρατού.
Το αρτεσιανό του Μπρέντα
Απέναντι από τον Αγιοθανάση ήταν το αρτεσιανό της μπαριώτικης οικογένειας Μπρέντα. Από το αρτεσιανό αυτό έβγαινε αφρίζοντας πολύ νερό, από το οποίο ποτίζονταν τα πολλά μποστάνια που καλλιεργούσε με ζαρζαβατικά η οικογένεια αυτή και τα πουλούσε στο μαγαζί που διατηρούσε στην κυκλική και τετράπυλη δημοτική αγορά Κανούτα. Στην άκρη του κτήματος Μπρέντα, σε ένα διάδρομο μεταξύ του κτήματος Μπρέντα και της οικίας Γουσόπουλου, η οικογένεια Μπρέντα είχε βγάλει μια βρυσούλα πόσιμου ύδατος για να υδρεύονται καθημερινά οι κοντινές γειτονιές από το νοστιμότατο νερό του αρτεσιανού της. Κάθε απόγευμα όταν είχε καλό καιρό, λίγο πριν από τη δύση του ήλιου, η γειτονιά πήγαινε με τα γκιούμια (τα ειδικά τσίγκινα υδροδοχεία που έφτιαχναν τότε τα τενεκετζίδικα που αφθονούσαν στην αγορά, θυμάμαι το κατάστημα Κορδέα) να προμηθευθεί το πόσιμο νερό της επόμενης ημέρας, γιατί τότε δεν υπήρχε ακόμα το υδροδοτικό δίκτυο του Δήμου. (Για τη λάτρα του σπιτιού και το πλύσιμο των ρούχων στις τσίγκινες σκάφες, χρησιμοποιούνταν είτε νερό από τις τλούμπες είτε αλυσίβα, δηλαδή βρόχινο νερό που μάζευαν οι νοικοκυρές σε βαρέλια τοποθετημένα κάτω από τις υδρορροές των σπιτιών τους, τα γνωστά λούκια και το ανακάτευαν με στάχτη που τη μάζευαν από τα καμμένα ξύλα, με τα οποία ζέσταιναν το νερό για το πλύσιμο των ρούχων με πράσινο σαπούνι ελιάς ή με Σαπόλ, την τότε πασίγνωστη σκόνη πλυσίματος σε μπλε ορθογώνιο χάρτινο κουτί). Σχηματίζονταν λοιπόν για ώρες ουρές περιοίκων, μεγάλων και μικρών, για να γεμίσουν τα γκιούμια τους, μεγάλα και μικρά˙ ευκαιρία για ψιλοκουβεντούλα κατά την αναμονή, εκεί μαθαίνονταν τα τελευταία νέα της γειτονιάς και μαστορεύονταν τα προξενιά.
Ο Αγιοθανάσης
Σήμα κατατεθέν της Μπάρας ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι η εκκλησία του Αγιοθανάση. Επί πολλά χρόνια ήταν η μοναδική εκκλησία της συνοικίας μας, ώσπου στις παρυφές της τότε περιφερειακής οδού Λάρισας-Καλαμπάκας, στο τέλος της οδού Μακεδονίας, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Νεκταρίου.
Η εκκλησία του Αγιοθανάση κτίσθηκε στη θέση του παλιού μικρού ναού, που ήταν αφιερωμένος στον ίδιο Άγιο, ένα τόσο δα ταπεινό εκκλησιδάκι, φτιαγμένο τότε για τις θρησκευτικές ανάγκες λίγων αιπόλων και αγροτών που τότε (προπολεμικά και μέχρι το 1950 περίπου) παρεπιδημούσαν στην περιοχή και τη χρησιμοποιούσαν είτε για τη βόσκηση των ποιμνίων τους στην παχειά χλόη της, δημιούργημα των πολλών νερών είτε για καλλιέργειες ζαρζαβατικών, μια και ο τόπος κρατούσε πολλά νερά και ήταν εύκολο το πότισμα των λαχανικών.
Η Μπάρα τότε βρισκόταν στις παρυφές της πόλης, όμως σιγά σιγά η πόλη επεκτάθηκε προς την τοποθεσία ΣήΜπεη (όπου κτίσθηκε το κτίριο του τότε Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Τρικάλων) και άρχισε να κατοικείται από άλλες κατηγορίες τρικαλινών, κυρίως από οικογένειες καταστηματαρχών και υπαλλήλων, δημοσίων και ιδιωτικών. Οι πρώτες οικίες αστών που κτίσθηκαν στη Μπάρα στην προέκταση της Κονδύλημετά τον Αγιοθανάση, ήταν απ’ όσο ξέρω των οικογενειών Ρεπούση και Λάμπρου. Τα σπίτια των δρόμων, παραλλήλων και καθέτων της Κονδύλη θα πρέπει να κτίσθηκαν πριν η οδός αυτή να φθάσει στο Σήμπεη. Έτσι, η Μπάρα άρχισε σιγά-σιγά να γεμίζει κατοίκους, οπότε και πλέον το μικρό εκκλησιδάκι του Αγιοθανάση δεν ήταν αρκετό να στεγάσει όλους τους πιστούς της ενορίας μας, οπότε και ανέκυψε η ανάγκη να κτισθεί στη θέση του μεγαλύτερος ναός. Οι εργασίες της ανεγέρσεώς του θα πρέπει να άρχισαν περί τα μέσα του 1950, θυμάμαι ακόμα τις εργασίες κατασκευής του, τις σκαλωσιές και τους εργάτες, όταν παίζαμε τα παιδιά της γειτονιάς μπάλλα ακριβώς απέξω από το Ιερό, στην Κονδύλη, που ακόμα δεν ήταν άσφαλτος και ήταν γεμάτη από ποταμίσια άμμο και μικρές κροκάλες της κοίτης του ποταμού. Στον Αγιοθανάση εφημέριοι για χρόνια ήταν τότε οι αείμνηστοι παπαδημήτρης και παπαθωμάς. Ήταν πάντα καταδεκτικοί και προσηνείς, με το χαμόγελο στα χείλη ειδικά για εμάς τα παιδιά της γειτονιάς˙ καθημερινώς τους έβλεπες στο πηγαινέλα τους σπίτι-εκκλησία, μόλις τους βλέπαμε αμέσως αφήναμε το παιχνίδι μας και μπαίναμε στη σειρά να τους φιλήσουμε το χέρι κι αυτοί έσκυβαν και χάιδευαν στοργικά τα αχτένιστα κεφαλάκια μας.
Το Μεγαλοβδόμαδο στη Μπάρα
Στον Αγιοθανάση συνέρρεε απαξάπασα η ενορία μας (δεν ήμασταν και πολλοί τότε, ο παπαθωμάς και οι επίτροποι του ναού μας ήξεραν έναν-έναν, με τα μικρά ονόματά μας) τις Κυριακές και τις γιορτές, για να εκκλησιασθούμε. Φορούσαν όλοι τα κυριακάτικά τους και άκουγαν τη θεία λειτουργία σε προκαθορισμένες θέσεις : οι άντρες δεξιά, οι γυναίκες αριστερά και τα παιδιά μπροστά, δεξιά και αριστερά στο ιερό. Για τους προχωρημένους στην ηλικία υπήρχαν τα στασίδια, περιφερειακά στον ναό, καθένας είχε το δικό του. Ειδικά τη Μεγάλη Εβδομάδα κάθε χρονιά, η εκκλησία μας γινόταν το κέντρο της γειτονιάς. Ήταν ολημερίς ανοικτή, με την καντηλανάφτισσα Θυμιούλα στα μέσα και στα έξω, οι πιστοί μέσα να παρακολουθούν τα ιερά δρώμενα και εμείς τα παιδιά απ’ έξω να τρεχαλάμε στο προαύλιο. Τη Μεγάλη Τρίτη ψαλλόταν το Τροπάριο της Κασσιανής, της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής», μια χρονιά το έψαλλε η Χορωδία Τρικάλων Τσιμπίκου. Τη Μεγάλη Τετάρτη μυρωνόμασταν με το Ευχέλαιο. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, μετά την Θεία Ακολουθία της Σταυρώσεως, άρχιζε στην εκκλησία το στόλισμα του Επιταφίου κυρίως με άνθη πασχαλιάς λεπτοπερασμένα σε κλωστές, στο οποίο έπαιρναν μέρος αποκλειστικά ανύπαντρες κοπέλλες της ενορίας μας. Τότε ξεχύνονταν λεφούσια αγοριών στους γύρω κήπους των σπιτιών, για να τους λεηλατήσουν από λουλούδια, προς χάριν του στολίσματος του Επιταφίου˙ το «έθιμο» αυτό ήταν γνωστότατο και συνεπώςεκείνο το βράδυ όλοι οι νοικοκυραίοι ξενυχτούσαν φυλάγοντας καραούλι στον κήπο τους για να αποκρούσουν τυχόν ρεσάλτο των ανελέητων μικρών βανδάλων (!)
«Στου Βλασαρού, στην Παναγίτσα, τάχα στολίζουν τα κορίτσα τον Επιτάφιο σαν τότες ; Τάχα ξυπνήσαν με τις κότες, να κόψουνε από τη γλάστρα τον τριαντάφυλλον, τον κρίνον, που μελετήσανε για κείνον ;»
(Ασμοδαίος, Στον επιτάφιο)
Την επόμενη ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή, οι στολισμένοι επιτάφιοι όλων των ναών γίνονταν αντικείμενο συναγωνισμού για το ποιος ήταν ο ομορφότερος και συντροφιές τρικαλινών επισκέπτονταν τις εκκλησίες της πόλης μας για να βγάλει κάθε μία το σχετικό πόρισμά της. Το βράδυ μετά την Ακολουθία του Επιταφίου, ακολουθούσε ή έξοδός του από τον ναό από την οδό Κουμουνδούρου, με προηγούμενα τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα που τα κρατούσαν παιδιά ντυμένα με ιερατικά άμφια τα γνωστά «παπαδάκια», έπονταν οι άγιες εικόνες, ο εφημέριος θυμιατίζοντας το Θείο Σκήνωμα, οι ψάλτες αναμέλποντας τροπάρια και κοντάκια, οι επίτροποι και οι ενορίτες πιστοί, οικογένειες-οικογένειες, όλοι με καλά τους ρούχα και κρατώντας σκούρες καφέ αναμμένες λαμπάδες. Στη συνέχεια, μέσω της οδού Τουσόν η ιερή πομπή έφθανε στην Κεντρική Πλατεία, όπου συνέρρεαν οι επιτάφιοι όλων των ναών της πόλης μας˙ εκεί αναπέμπονταν δεήσεις και προσευχές από το σύνολο των ιερέων των ναών, με πρωτοστάτη τον εκάστοτε τότε Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών. Ολόκληρο το κέντρο της πόλης μας ήταν κατάμεστο από πιστούς με τις αναμμένες λαμπάδες τους (τα μικρά με τα πολύχρωμα χάρτινα φαναράκια τους), μια αληθινή κοσμοπλημμύρα και φωτεινή πανδαισία, από το Πανελλήνιο μέχρι την αρχή της Κονδύλη κι από την πλατεία Στρατηγού Κιτριλάκη μέχρι τη γέφυρα του Παλλάς. Ακολουθούσε η επάνοδος της πομπής του επιταφίου και των ενοριτών μας στην εκκλησία, μέσω της Κονδύλη και ακουγόταν το «Άρατε Πύλας» για να εισέλθει το Ιερό Σκήνωμα στον ναό. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, μόλις ο παπαθωμάςαπό το ειδικά για την τελετή διαμορφωμένο προαύλιο του Αγιοθανάση, ανακοίνωνε το Μέγα Άγγελμα της Αναστάσεως του Σωτήρος στο χριστεπώνυμο πλήρωμα που είχε περικυκλώσει εφημέριο και ψάλτες, προσκυνούσαμε την Άγια Εικόνα και στη συνέχεια γινόταν μαζικό φευγιό για το σπίτι, όπου περίμενε αχνιστή η παραδοσιακή μαγειρίτσα και τα κόκκινα λαχταριστά αυγά (που οι νοικοκυρές είχαν βάψει και στολίσει από τη Μεγάλη Πέμπτη), καλοδεχούμενα αμφότερα εν μέσω γενικής ευωχίας ποτισμένης με εκλεκτά κρασιά, μετά τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ή του Μεγαλοβδόμαδου.
«Σε λίγο οι καμπάνες θα χτυπούνε χαρμόσυνα, γοργά … Θα μας καλούνε στην εκκλησιά. Αληθινό γιορτάσι ! Χαρά στους ουρανούς, σ’ όλη την πλάση …Τι ομορφιά ! Χριστός Ανέστη ο παπάς θα ψάλλη κι΄ ο καθείς θα γύρει σε θερμήν αγκάλη να φιληθεί … Ανάσταση ! …»
(Γ. Στέγγος, Λαμπρή)
Το Λύκειο Τσιλιμίγκα
Το ένα από τα ιδιωτικά σχολεία (Λύκεια τα λέγαμε τότε) που υπήρχε στην πόλη μας από το έτος 1958 εάν θυμάμαι καλά, αυτό του φιλόλογου Γιώργου Τσιλιμίγκα, (δημοτικό και γυμνάσιο), λειτουργούσε στο οίκημα του πρώην εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας Τεγόπουλου. Το οίκημα αυτό βρίσκεται επί της οδού Σολωμού, λίγο πριν τη διασταύρωσή της με την Κονδύλη, πίσω από τον Αγιοθανάση, καταλαμβάνει σχεδόν μισό τετράγωνο, είναι λιθόκτιστο, με ψηλό μαντρότοιχο και μεγάλη συρταρωτή ξύλινη εξώπορτα. Εσωτερικά ήταν διαρρυθμισμένο σε σχήμα «π», με μεγάλη αυλή και στέγαστρο. Στο εκπαιδευτήριο παρέδιδαν μαθήματα και αριστείς καθηγητές από τα δημόσια Γυμνάσια της πόλης μας, φοίτησαν δε σε αυτό παιδιά σχεδόν μόνον τρικαλινών οικογενειών, πολλά των οποίων διέπρεψαν ως επιστήμονες.
Το «Αλιβέρι»
Προχωρώντας τη Μακεδονίας, σχεδόν στο τέρμα της και λίγο πριν φτάσεις στα τότε κτήματα Ζηντζιόβα, συναντούσες τον περίφημο για τα δεδομένα της μικρής συνοικίας μας Υποσταθμό της ΔΕΗ. Τον αποκαλούσαμε «Αλιβέρι», προφανώς –όπως το σκέφτομαι τώρα – γιατί όποιος είχε καθιερώσει το παράνομα αυτό θα πρέπει γνώριζε τα μεγάλα ηλεκτρικά εργοστάσια της ΔΕΗ στο Αλιβέρι της Εύβοιας. Επρόκειτο μάλλον για μηχανήματα παραγωγής/διανομής ηλεκτρικής ενέργειες, παράξενου σχήματος, πολύπλοκα, περίεργα στην τεχνολογία και την εμφάνισή τους, ενώ πλήθος σιδερένιων στύλων τα πλαισίωναν και ατσάλινοι αγωγοί μεταδόσεως της ενέργειας έφευγαν από τους θεόρατους πύργους του προς όλες τις κατευθύνσεις. Το σύνολο περιστοιχιζόταν από υψηλό πέτρινο μανδρότοιχο, στον οποίο ήταν αναρτημένες μεταλλικές πινακίδες με τη γνωστή νεκροκεφαλή και την επιγραφή «Προσοχή Υψηλή Τάσις. Κίνδυνος Θάνατος». Ήταν για τα παιδικά ματάκια μας πράγματι κάτι το περίεργο και εξωπραγματικό, μέχρι που φοβόμασταν να ξαναπεράσουμε από εκεί, φόβο του επέτειναν οι επιγραφές αυτές στις πινακίδες.
Τα χάνια της Μπάρας
Εκείνα τα χρόνια, κάθε Δευτέρα γινόταν το εβδομαδιαίο παζάρι, που άρχιζε από τη γωνία Τουσόν και 28ης Οκτωβρίου, έπιανε τα τετράγωνα μέχρι την πλατεία ΟΤΕ και μέσω της οδού Καραϊσκάκη έφθανε μέχρι τα δικαστήρια, για να ξαναγυρίσει στην αφετηρία της, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το μπουλβάρ της 28ης Οκτωβρίου. Πλήθη χωρικών από τα γύρω χωριά έφερναν στην πόλη και πουλούσαν φρεσκότατα ζαρζαβατικά και φρούτα, αλλά και τυριά, πουλερικά, αυγά, βούτυρα, σκουτιά, μέχρι και μάλλινες βελέντζες,φλοκωτές και του νερού. Έρχονταν στα Τρίκαλα από βραδύς την Κυριακή με κάρα ή με γαϊδουράκια, για να πιάσουν εγκαίρως καλό μέρος για το αλισβερίσι της Δευτέραςκαι κοιμόντουσαν εκεί, στο πεζοδρόμιο με όλους τους καιρούς φυλάγοντας την πραμάτειά τους από κλοπή.
Η Μπάρα διέθετε και δύο χάνια, απαραίτητα εκείνα τα χρόνια για να φάνε και κοιμηθούν πολλοί από τους χωρικούς που έρχονταν στα Τρίκαλα με τα γαϊδουράκια τους για να πουλήσουν τα προϊόντα τους στο δευτεριάτικο παζάρι, αλλά και για να τααφήσουν προς φύλαξη στους χανιτζήδες. Το ένα από τα χάνια αυτά ήταν του Θεοδωρακόπουλου, επί της Κονδύλη αριστερά όπως κατέβαινες προς το ΣήΜπεη, μεταξύ των οικιών Σκώτη και Μιχέλ Νεγρίν και το άλλο του Αλεξόπουλου, γνωστότερου ως Ζαβλανού, που ήταν δίφατσο έχοντας δύο εισόδους-εξόδους, μία επί της οδού Τουσόν και μία επί της Φιλίππου, δίπλα στην οικία Κουτανίτη. Και τα δύο διέθεταν μεγάλες εσωτερικές αυλές για τη φύλαξη των παραπάνω ζώων των πελατών τους, όσο αυτοί έλειπαν στο παζάρι. Ταυτόχρονα ήταν και μπακάλικα, καφφενεία αλλά και τσιπουράδικα, «Καφεουζοπαντοπωλεία». Το χάνι του Ζαβλανού διέθετε και λαϊκό υπνωτήριο, καθώς και δωμάτια προς ενοικίαση σε επήλυδες.
Το τσιπουράδικο «Κέντρο της γης»
Βαθιά στη «μέσα Μπάρα», όπως την έλεγαν οι πρώτοι κάτοικοι της, κτηνοτρόφοι, γεωργοί και μποσταντζήδες, αριστερά από την Κονδύλη πηγαίνοντας προς το ΣήΜπεη, θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό τσιπουράδικο, με τον μεγαλόσχημο τίτλο «Το κέντρο της γης» (!). Πελάτες του ήταν οι ντόπιοι μεροκαματιάρηδες, εργατικοί, μικροϋπάλληλοι, τσοπάνηδες που πήγαιναν τα βραδάκια για να ξαποστάσουν από τον καθημερινό κάματο για τα προς το ζην, κουτσοπίνοντας ουζάκι ή τσιπουράκι παρέες-παρέες και τσιμπολογώντας για μεζέ ελίτσες, τυράκι, ντομάτα, αγγουράκι, αντζούγιες. Είχε απ΄εξω μεγάφωνο από τα πρώτα που είχαν κυκλοφορήσει, δηλαδή ένα ξύλινο πλαίσιο για το πρωτόγονο ηχείο, με την απαραίτηση μεγάλη οπή στο μπροστινό μέρος του, καλυμμένη με το γνωστό ριγωτό ύφασμα. Από το μεγάφωνο αυτό ακούγοντανόλοι οι λαϊκοί βάρδοι της εποχής που παίζονταν στο γραμμόφωνο : Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Μπιθικώτσης, Παγιουμτζής, Μιχαλόπουλος, Μπίνης, Περπινιάδης, Αγγελόπουλος, Τσαουσάκης, Λύδια, Γεωργακοπούλου, Εσκενάζυ, Χασκήρ, Μπέλλου,σε στίχους και των τρικαλινών στιχουργών Κώστα Βίρβου, υπαλλήλου του«Οργανισμού Εθνικών Λαχείων» και Γιώργου Σαμολαδά, σπουδαγμένου στη Σουηδία και καθηγητή γυμναστικής στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων. Η γειτονιά γέμιζε από ήχους για μεράκλωμα : Συννεφιασμένη Κυριακή, Μαντουμπάλα, Ηλιοβασιλέμματα, Μη μου ξαναφύγεις πια, Ο,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει. Και η βαθειά σιγή της καλοκαιρινής έναστρης νύχτας έστελνε τη μελωδία στις εσχατιές της Μπάρας, για να γεμίσει με πόθους, πάθη, χαρμολύπη, λιγώματα, θύμησες, νοσταλγία, όλα τα μάτια που ανοιγόκλειναν δίπλα σε κάποιο μισάνοιχτο παράθυρο, χαμένο μέσα σε τριανταφυλλιές και νυχτολούλουδα με τη γλυκερή ευωδιά τους, για λίγη νυχτερινή δροσούλα αντιστάθμισμα στη βασανιστική λάβρα της ημέρας.
Το Πρώτο Γυμνάσιο Αρρένων
Η πόλη μας είχε τότε δύο Γυμνάσια αρρένων (το Πρώτο και το Δεύτερο), Γυμνάσιο Θηλέων στην πρώην τοποθεσία «Μνήματα», Μέση Εμπορική Σχολή πίσω από τη ΓΕΧΑ, τρία ιδιωτικά σχολεία : του Γεωργούλα στη Σιδηροδρόμου κοντά στην πλατεία Χατζηπέτρου, του Τσιλιμίγκα στο πρώην εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Τεγόπουλου στη Μπάρα και της Τασούλη στο Βαρούσι, καθώς και δύο ιδιωτικές τεχνικές σχολές : «Νεύτων» ιδιοκτησίας Δημ. Παρθένη και «Πτολεμαίος» ιδιοκτησίας Δημ. Δανάτσα).
Γύρω στα 1955 ανεγέρθηκε στο ΣήΜπεη σε ένα πρωτοποριακό κτίριο για τα δεδομένα της εποχής και άρχισε να λειτουργείτο Α΄ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Τρικάλων. Η έναρξη της λειτουργίας του Πρώτου Γυμνασίου Αρρένων στη Μπάρα σηματοδότησε αναγκαστικά και το πύκνωμα της οίκησης γύρω από το εκπαιδευτήριο αυτό, ειδικά από παιδιά των γύρω χωριών, Λογγάκι, Σωτήρα, Ρίζωμα, Σελίμογλου, Ζαβλάνια αλλά και πιο μακρινών, Κούρσεβο, Μαυρέλι, τα οποία αναζητούσαν στέγη κοντά στο Γυμνάσιο. Με τον καιρό, το Γυμνάσιο απέκτησε πολλούς μαθητές, επτακόσιους περίπου. Πρωί-πρωί η Κονδύλη γέμιζε από μαθητόκοσμο που παρέες-παρέες και με τις σάκκες στα χέρια ξεκινούσαν από όλα τα σημεία της πόλης και πεζή ή με ποδήλατα κατέβαιναν βουίζοντας για το Εκπαιδευτήριο, το οποίο στελέχωναν κυρίως τρικαλινοί γυμνασιάρχες και καθηγητές, πολλοί των οποίων έγιναν με τα χρόνια ονομαστοί στον μικρόκοσμο της πόλης μας για την εκπαιδευτική δεινότητα και την ευρυμάθειά τους και απολάμβαναν της κοινής εκτιμήσεως για το έργο τους, σε γενιές και γενιές τρικαλινών.
Η Αστική
Η Κονδύλη (πριν να διανοιχθεί) έφθανε μέχρι και τον Αγιοθανάση. Από εκεί και πέρα άρχιζε η αχαρτογράφητη «Μέσα Μπάρα», πραγματικό φέουδο των κτηνοτρόφων και των μποσταντζήδων με τις στάνες και τα χαβούζια τους, που έφταναν μέχρι τη Μπαλκούρα. Στα κατοπινά χρόνια ο δρόμος διανοίχθηκε, πλατύς και άνετος, μέχρι το κτήμα ΣήΜπεη και ασφαλτοστρώθηκε. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 εάν θυμάμαι καλά δημιουργήθηκε στα Τρίκαλα στη Αστική Συγκοινωνία. Τότε εμφανίστηκαν στην πόλη μας τα λεωφορεία της με το χαρακτηριστικό μπλε και κίτρινο χρώμα τους και τον οδηγό και εισπράκτορα με γκρι σκούρα στολή και πηλίκια. Οι δύο πρώτες γραμμές αστικής συγκοινωνίας ήταν ΣήΜπεη-Αγία Μονή και Νεκροταφείο-Στρατώνες, δηλαδή ακουλουθούσαν τους βασικούς δύο άξονες της πόλης. Πολύς κόσμος τότε έπαιρνε συφάμελος την Αστική (έτσι αποκαλούσαμε τα λεωφορεία της) και έκανε αυτοκινητάδα μπρος-πίσω, από την Αγία-Μονή στο ΣήΜπεη και αντιστρόφως για πολλές διαδρομές, προς μεγάλη χαρά των νεοσσών, που τους δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσουν από τα παράθυρα του λεωφορείου και άλλες συνοικίες της πόλης.
Η καθημερινή ζωή στη Μπάρα
Η οικογενειακή ιεραρχία
Σε όλα τα σπίτια, η ιεραρχία στην οικογένεια ήταν δεδομένη, αναμφισβήτητη και απαρασάλευτη : παππούδες, γονείς, παιδιά. Οι νεότεροι υπάκουαν χωρίς αντιρρήσεις στους μεγαλύτερους, στους οποίους απέδιδαν εκτός από αγάπη, προεχόντως σεβασμό, τόσο μέσα όσο και έξω από την οικογένεια. Ολόκληρη η οικογένεια κάθονταν να φάει μαζί, στο γεύμα και στο δείπνο, σε θέσεις αυστηρώς καθορισμένες γύρω από το τραπέζι, που στρωνόταν πάντα στην κουζίνα, η οποία ήταν αρκούντως ευρύχωρη. Οι υποχρεώσεις των μελών της οικογένειας ήταν επίσης καθορισμένες από πολύ παλιά και αναντίρρητες : οι παππούδες στο σπίτι με τα παιδιά, οι πατεράδες στη δουλειά πρωί-απόγευμα για να ζήσει η οικογένεια, οι μητέρες στη λάτρα του σπιτιού, στα ψώνια από το δευτεριάτικο παζάρι, στο μαγείρεμα και προπαντός στην ανατροφή των παιδιών και τα τελευταία στο σχολείο τους.
Το εβδομαδιαίο διαιτολόγιο
Ειδικά για το φαγητό της εβδομάδας τηρούνταν απαρέγκλιτα σε όλα τα μπαριώτικα σπίτια σοφό και από παλιά επεργασμένο διαιτολόγιο, το οποίο περιείχε όλα ανεξαιρέτως τα θρεπτικά συστατικά (πρωτεϊνες, υδατάνθρακες, λευκό και κόκκινο κρέας, λαχανικά, όσπρια, φρούτα), σε σοφά υπολογισμένες δόσεις : την Κυριακή κρέας γιουβέτσι στον φούρνο, τη Δευτέρα όσπρια (φασόλια, ρεβύθια, φακές), την Τρίτη κοτόπουλο (ψητό, τηγανητό, βραστό με την απαραίτητη σούπα ή κοκκινιστό), την Τετάρτη ψάρι (συνήθως θαλασσινό από τον Βόλο ή Καρλίσιο), την Πέμπτη κιμάς (κεφτέδες, μπιφτέκια, ντολμάδες, σαρμάδες, σουτζουκάκια, γιουβαρλάκια), την Παρασκευή πίττα (τυρόπιττα, χορτόπιττα, κολοκυθόπιττα με φύλλο ή «γυμνή», κιλιμπέτα στην Αρωμουνική, γαλατόπιττα, με φύλλο που άνοιγαν οι γυναίκες στο σπίτι με τον πλάστη) και το Σάββατο μακαρόνια με κιμά. Κάθε γεύμα ή δείπνο συνοδευόταν από τη σχετική σαλάτα, ανάλογα με την εποχή (βλέπεις τότε δεν είχε ακόμη δεν είχαν ενσκήψει τα λαχανικά του θερμοκηπίου) και τελείωνε με φρούτα (ονομαστά ήταν τη πηλιορείτικα φυρίκια και τα μήλα σκιούπια), αγορασμένα είτε από τον μανάβη είτε από το δευτεριάτικο παζάρι, φερμένα από μεγάλα φορτηγά που στάθμευαν στην πλατεία του ΟΤΕ. Τις Κυριακές στο τραπέζι σερβιριζόταν και γλυκό φτιαγμένο στο σπίτι, του φούρνου ή της κατσαρόλας (πουτίγκα, γαλακτομπούρεκο, ρεβανί, κοπεγχάι, χαλβάς σιμιγδαλένιος με καρύδια, σταφίδες και κανελλωμένος ή σαπουνέ με μύγδαλα και κανέλλα, μπακλαβάς, καταϊφι) ή του κουταλιού (νεραντζάκι, φράπα, καρπούζι, τριαντάφυλλο, καρύδι, κυδώνι τριφτό, κομπόστα συνήθως από μήλο ή αχλάδι).
Το φαγητό στις γιορτές
Υπήρχαν όμως και μέρες γιορτινές όπου το μεσημερινό τραπέζι θα στρωνόταν με φαγητό πατροπαράδοτο : Ανήμερα των Χριστουγέννων, η οικογένεια θα έτρωγε κότα βραστή και αχνιστή αυγοκομμένη κοτόσουπα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, στο τραπέζι υπήρχε η βασιλόπιττα, φτιαγμένη από σπιτίσιο φύλλο και γεμιστή με ψιλοκομμένο μοσχαρίσιο κρέας και ένα στρώμα τραχανά στο τέλος για να πίνει τα ζουμιά. Η πίττα σταυρωνόταν με το μαχαίρι και στη συνέχεια κοβόταν τελετουργικά σε τρίγωνα κομμάτια (το πρώτο του Χριστού και το δεύτερο του σπιτιού) από τον νοικοκύρη του σπιτιού και τα υπόλοιπα μοιράζονταν στα μέλη της οικογένειας, ιεραρχικά, ανάλογα με την ηλικία καθενός. Στα κάτω φύλλα της πίττας κρύβονταν ένα χρυσό ή επίχρυσο νόμισμα (ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας, κλαράκι από κλήμα (για να έλθει πλούτος πολύς και γρήγορα στην οικογένεια, όπως γρήγορα φουντώνει το κλήμα) και ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Σε όποιου το κομμάτι της πίττας έπεφτε το νόμισμα, λέγαμε ότι «βασίλευε» και σε όποιου το κομμάτι της πίττας έπεφτε το το δαχτυλίδι λέγαμε ότι «αρχόντευε» και πιστευόταν ότι η χρονιά γι΄ αυτούς τους τυχερούςθα ήτανγενναιόδωρη. Αν στο κομμάτι του σπιτιού έπεφτε το κλήμα, η οικογένεια περίμενε γενική εύνοια της τύχης. Ανήμερα της 25ης Μαρτίου στο τραπέζι σερβιριζόταν ξαλμυρισμένος παστός μπακαλιάρος είτε τηγανητός με σκορδαλιά είτε μαγειρεμένος με χόρτα˙ ψάρι επίσης τρώγαμε την Κυριακή των Βαϊων. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου σερβιριζόταν η πολυπόθητη (ένεκα της μεγάλης νηστείας που είχε προηγηθεί) μαγειρίτσα, παχειά αυγοκομμένη σούπα από αρνίσια εντόσθια. Την Κυριακή του Πάσχα ολόκληρη η Μπάρα (όπως άλλωστε ολόκληρη η πόλη μας) άχνιζε από την κνίσσα των αρνιών, των κατσικών και των κοκκορετσιών που ψήνονταν σε αυλές και άχτιστα οικόπεδα είτε σε τσίγκινες ψησταριές (σπάνιο τότε) είτε σε ξύλινες ή σιδερένιες διχάλες μπηγμένες στο έδαφος και με τσίγκο από κάτω για την ανθρακιά. Από βραδύς οι οικογένειες είχαν προμηθευθεί το αρνί ή το κατσίκι (κατά προτίμηση θηλυκά για να αποφύγουν τη βαρβατίλα των αρσενικών) και τις σηκωταριές για το κοκκορέτσι από τα χασάπικα που έκαναν τότε χρυσές δουλειές, τα ξυλοκάρβουνα, που τα πουλούσαν σε σακκιά έξω από την κυκλική αγορά Κανούτα, καθώς και τη σούβλα για τον οβελία ξύλινη από τα ξυλουργεία ή σιδερένια από τα σιδεράδικα. Πρωί-πρωί ανήμερα του Πάσχα, ανάβονταν τα κάρβουνα για να χωνέψουν και στη συνέχεια το σουβλισμένο σφάγιο έμπαινε πάνω από την καυτή χόβολη και άρχιζε το ψήσιμό του με στριφογύρισμα της σούβλας στις διχάλες, καλά δεμένο με σύρματα, στον λαιμό, τα μέση και τα σφυρά του. Το γύρισμα της σούβλας έπρεπε να γίνεται με τέχνη : στην αρχή γρήγορα για να μην «αρπάξει» το κρέας απ’ έξω και μείνει ωμό από μέσα και στη συνέχεια, προοδευτικά, αργά-αργά όλο και πιο αργά, ώσπου να ροδίσει η πέτσα του. Από καιρού εις καιρό, το σφάγιο αλειφόταν με μείγμα λαδιού και λεμονιού, για να νοστιμέψει.Μόλις εμφανίζονταν τα οστά στα γόνατα του σφάγιου, ήταν σημάδι αδιάψευστο πως ο οβελίας ήταν έτοιμος για φάγωμα. Πολλές οικογένειες μαζεύονταν σε γειτονικά οικόπεδα και έψηναν μαζί, σε σούβλες παρατεταγμένες σε παράλληλες σειρές. Το ψήσιμο ήταν μια αληθινή γιορτή. Τα ραδιόφωνα ήταν ανοιχτά και από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ακούγονταν ολημερίς δημοτικά τραγούδια, που καλούσαν τον κόσμο να χορέψει δημοτικούς χορούς. Δίπλα στις σούβλες ήταν στρωμένο τραπέζι, με σπιτικά τσουρέκια σε σχήμα κοτσίδας με κόκκινα αυγά στη μέση, κουλούρια, κουραμπιέδες, μελοακάρονα, κοκκορέτσι, αυγά κόκκινα στις φρουτιέρες ή κομμένα σε φέτες με αλατοπίπερο και λαδολέμονο, φέτα, ελιές, σαλάτες, μπύρες, ούζα, τσίπουρα και κρασιά. Μπορούσες να τσιμπήσεις και να γεφτείς λίγο ουζάκι ή κρασάκι, ενώ γύρω σου γινόταν αληθινό ραβαϊσι (ξεφάντωμα) από τους γείτονες που τραγουδούσαν, χόρευαν, γελούσαν και διασκέδαζαν. Ήταν τότε έθιμο να ανταλλάσονται επισκέψεις κατά τη διάρκεια του γενικού ψησίματος. Πολλοί επισκέπτες, φίλοι ή συγγενείς έρχονταν από άλλες γειτονιές για να ευχηθούν το «Χριστός ανέστη» τσιμπούσαν από το κοκκορέτσι και έπιναν λίγο ποτό, ευχόμενοι «εις υγείαν». Μόλις τελείωνε το ψήσιμο, το κρέας έβγαινε από τη σούβλα, κομματιαζόταν και έμπαινε σε μεγάλες πιατέλλες, στρωμένες με κληματόφυλλα. Άρχιζε τότε το πασχαλινό γεύμα, που βρεχόταν με μπύρες και κρασιά και όλοι εύχονταν «και του χρόνου» και το απόγευμα έβγαινε ο κόσμος στην πλατεία φορώντας τα καλά του και γεμίζοντας τα ζαχαροπλαστεία και τις ταβέρνες με ένα παρδαλό, χαρούμενο και πολύβουο πλήθος.
Τα παιχνίδια στη γειτονιά
Το παιχνίδι στο σπίτι ήταν σπανιότατο. Για να παίξουν τα παιδιά έβγαιναν όλα στη γειτονιά και συναντιούνταν είτε σε άχτιστα οικόπεδα που αφθονούσαν τότε στη Μπάρα είτε επάνω στην Κονδύλη ή σε παρόδους της, μια που όλοι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι (και ως εκ τούτου ευνοούσαν πολλά από τα παρακάτω παιχνίδια) και τα αυτοκίνητα ήταν σπανιότατα. Αγαπημένα παιχνίδια ήταν το κουτσό, το κρυφτό, ο σαλίγκαρος, οι γουρνίτσες, ο τζαμίς, το ένα-δύο-τρία-κόκκινο φως, οι γυάλινες γκαζές (μπάλλες τις λέγαμε) με τις οποίες παίζαμε το παιχνίδι «κατακεφαλιές και καγκιές», οι χωμάτινες γκαζές (βόλια τα λέγαμε), το κότσια, το γούτσι, το απλό-ακίνητο-αγέλαστο κ.λπ., το πρώτος είναι ο αηλιάς-δεύτερα και τα κλαδιά κ.λπ., οι κλέφτες και αστυνόμοι, η μακρυά γαϊδούρα, οι σβούρες (βουρβούρες τις λέγαμε). Καθένα από τα παιχνίδια αυτά είχε τους απαράβατους κανόνες του, που τους μαθαίναμε και τους τηρούσαμε ευλαβικά˙ ο παρασπονδών θεωρούνταν ότι έκανε «τσούνια» (έτσι αποκαλούσαμε την άρνηση συμμορφώσεώς του στους κανόνες) και κηρυσσόταν αποσυνάγωγος, έβγαινε δηλαδή από το παιχνίδι διά κοινής βοής όσων συμμετείχαν σε αυτό. Για τα κορίτσια εκτός από τα παραπάνω, αγαπημένα παιχνίδια ήταν οι κούκλες και οι κουμπάρες. Ειδικώς για τα αγόρια μετά από ορισμένη ηλικία, μοναδικό σχεδόν παιχνίδι ήταν το ποδόσφαιρο που παιζόταν σε δρόμους και δρομίσκους σε όλες τις γειτονιές της Μπάρας και ειδικώς στην απέραντη χορτάρινη αλάνα του ΣήΜπεη, με λαστιχένιο τόπι και μικρούς σωρούς από πέτρες που οριοθετούσαν τις δύο εστίες (τέρματα τις λέγαμε)˙ διοργανώνονταν αγώνες με αντίπαλες ομάδες από διαφορετικές γειτονιές, στους οποίους τηρούνταν σχολαστικά όλοι ανεξαιρέτως οι ποδοσφαιρικοί κανόνες (οφσάιντ, φρήκικ, άουτ, αράουτ, γκολ, φάουλ, πέναλτυ), με ρέφερυ (διαιτητή) του παιχνιδιού κάποιον από διαφορετική γειτονιά, για να εξασφαλίζεται η αμεροληψία του (!).
Έθιμα των Απόκρεω
Την Τσικνοπέμπτη, τα ταβερνάκια της Μπάρας και των Τρικάλων γενικότερα γέμιζαν από κόσμο που έβγαινε για να «τσικνίσει». Την παραμονή της Κυριακής των Απόκρεω και ανήμερα την Κυριακή πολύς κόσμος ντυνόταν «καρναβάλια» δηλαδή έβαζε ανάκατα παλιά ρούχα και προσωπίδες για να μη γνωρίζεται και γύριζε στις γειτονιές με γέλια και τραγούδια, πειράζοντας τους διαβάτες.
Από τη Μπάρα ξεκινούσε η περιβόητη Γκαμήλα, ένα θλιβερό ομοίωμα του συμπαθούς ζώου της αφρικανικής ερήμου, από καραβόπανο για το σώμα του ζώου κρανίο γαϊδάρου για το κεφάλι του. Το ομοίωμα αυτό γύριζε τους δρόμους της πόλης μας, κινούμενο από δύο ανθρώπους κρυμμένους κάτω από το καραβόπανο, ενώ ένας τρίτος μάζευε από τους περαστικούς χρήματα μέσα σε ένα καπέλλο. Οι άνθρωποι της Γκαμήλας τραβούσαν από μέσα με ένα σκοινί τις γνάθους του γαϊδουροκρανίου με αποτέλεσμα να παράγεται χαρακτηριστικότατος ήχος από τα κρουόμενα οστά των δύο γνάθων, που τρομοκρατούσε τους μικρούς θεατές του δρώμενου.
Την Καθαρή Δευτέρα, ο κόσμος της Μπάρας προμηθευόταν νοστιμότατες λαγάνες από τον φούρνο της γειτονιάς τους, τα σαρακοστιανά λαχανικά από τα μανάβικα της αγοράς Κανούτα και τα είδη μπακαλικής της ημέρας (χαλβά από ταχίνι, μπρικ, ταραμά, χταπόδι κονσέρβας, ελιές ξυδάτες, παστές, θρούμπες, καλαμών) είτε από τα κεντρικά μεγάλα μπακάλικα είτε από τα μπακαλικάκια της γειτονιάς˙ όλα τα καταστήματα τροφίμων την ημέρα αυτή ήταν ολοστόλιστα με φύλλα φτέρης και σημαίες και έβγαζαν για πώληση τα εμπορεύματά τους στο πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί.
Την καθαρή Δευτέρα συνηθιζόταν και το έθιμο του «γανώματος». Από τα καζάνια που ζέσταιναν νερό σε ξύλα για τη μπουγάδα (βλέπεις, τα πλυντήρια ρούχων ήταν ακόμα είδος παντελώς άγνωστο) και το έξω μέρος τους ήταν γεμάτο καπνιά από τα καιόμενα ξύλα, τη γνωστή «γάνα», γέμιζαν τις παλάμες με αυτή, ώστε να μη φαίνεται ότι το χέρι από μέσα ήταν γανωμένο. Καθένας που πλησίαζε ανυποψίαστος υφίστατο το γάνωμα, με σκούπισμα των γανωμένων παλαμών στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα την ημέρα αυτή να είναι όλοι υποψιασμένοι και να μην πλησιάζει ο ένας τον άλλον, για τον φόβο των ιουδαίων (!).
Οι δουλειές στο σπίτι και οι οικογενειακές υποχρεώσεις
Τα χρόνια εκείνα, ο κόσμος δεν έβγαινε στην πλατεία κάθε μέρα, για βόλτα ή για σεργιάνι. Υπήρχαν τόσες δουλειές και υποχρεώσεις στα σπίτια που έπρεπε να γίνουν, ώστε η βόλτα και το σεργιάνι στις πλατείες φάνταζε αδιανόητη, για τις δε γυναίκες ήταν απλώς κοινωνικώς απαγορευμένη. Το έργο των γυναικών του σπιτιού ήταν πολυσχιδές,, καθημερινό και κουραστικότατο, αλλά το έφερναν πανάξια εις πέρας οι ηρωίδες νοικοκυρές και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια ηλεκτρικών συσκευών : Έπρεπε το σπίτι να συμμαζευτεί να σκουπιστεί και να σφουγγαριστεί, να αεριστούν στα παράθυρα οι κουβέρτες και τα σεντόνια και να ξαναστρωθούν στα κρεββάτια, να πλυθούν τα φορεμένα ρούχα στη σκάφη (τα ηλεκτρικά πλυντήρια ήταν παντελώς άγνωστα) και να σιδερωθούν με σίδερο κάρβουνων, να διαβάσουν τα παιδιά για την αυριανή ημέρα στο σχολείο, να γίνουν τα καθημερινά μικροψώνια από το μπακαλικάκι της γειτονιάς και να κουβαληθούν στο σπίτι, να μαγειρευτεί το φαγητό της ημέρας, να ζυμωθεί το ψωμί και να πάει στο φούρνογια ψήσιμο μέσα σε μάλλινο σκέπασμα για να μην κρυώσει το προζύμι. Μετά να μαζευτούν τα παιδιά από τους δρόμους και τα σοκκάκια της γειτονιάς, όπου είχαν μαζευτεί για τα παιχνίδια τους, για το βράδυ, να πλυθούν και να συγυριστούν.
Γυναίκες επίσης παρασκεύαζαν το οινοπνευματώδες ηδύποτο που θα κερνούσαν στους επισκέπτες του σπιτιού τις Κυριακές ή τις γιορτές (βλέπεις τότε συνηθιζόταν να μην αγοράζεται απ’ έξω, ό,τι δήποτε μπορούσε να φτιαχτεί στο σπίτι). Το ηδύποτο αυτό, ένα είδος σπιτικού λικέρ, το λέγαμε «ποτό». Σε ένα μεγάλο μπουκάλι έβαζαν τσίπουρο πρωτοστάλαγμα, ζάχαρη, κανέλλα, γαρυφαλλάκια και θρυμματισμένα (ορθότερα : τσιατσιαλισμένα) κεράσια ή βύσσινα ή κράνα και άφηναν το μπουκάλι στον ήλιο για ενάμισυ μήνα περίπου, ώσπου το περιεχόμενο να πάρει ένα γλυκό ροδί χρώμα. Το θαυμάσιο σπιτικό λικέρ ήταν έτοιμο.
Μόλις τελείωναν τα σχολεία, πολλές οικογένειες έφευγαν για παραθέριση, στη θάλασσα ή στο βουνό. Στις γυναίκες πάλι έπεφτε το βάρος να ετοιμάσουν την οικογένεια για το φευγιό στις παραλίες ή στα ορεινά χωριά για το ξεκαλοκαιριό : να τακτοποιήσουν τα πράγματα στις βαλίτσες, στα ντέγκια και στα καλάθια, να νοιαστούν για το δωμάτιο που θα νοικιαζόταν, να κλείσουν τα εισιτήρια στο ΚΤΕΛ, να νοιαστούν για τα μέλη της οικογένειας που θα έμεναν στα Τρίκαλα.
Άλλες φορές, όταν ο γυιός ή θυγατέρα είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ήθελε να σπουδάσει σε κάποια Ανώτατη Σχολή, που τότε έδρευαν μόνο στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, πάλι στη μάννα έπεφτε η ευθύνη : αυτή ακολουθούσε για ένα μήνα τουλάχιστον τον υποψήφιο στην Αθήνα για να παρακολουθήσει το φροντιστήριο απαραίτητο για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και έμενε μαζί του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και αυτή στη συνέχεια τον ακολουθούσε από πόλη σε πόλη, στην οποία έδρευε η Ανώτατη Σχολή που προκήρυσσε τις εισαγωγικές εξετάσεις, διότι τότε δεν είχε εισαχθεί ακόμη το σύστημα των Πανελληνίων Εξετάσεων στις έδρες κάθε νομού, αλλά ο υποψήφιος έδινε εξετάσεις σε κάθε Σχολή.
Οι γιορτές
Στο Ρωμέικο, οι πανελλήνιες γιορτές είναι όλες χριστιανικές (εκτός από την 28η Οκτωβρίου). Ο λαός μας συνεχίζει σχεδόν απαράλλακτη μέχρι και στις μέρες μας την παλαιότατη παράδοση να θέτει τις ημέρες της σχόλης του υπό την σκέπη επουρανίων δυνάμεων. Οι έλληνες, ζώντας σε αυτή εδώ την ευρωπαϊκή εσχατιά με ετερόδοξους και αλλόθρησκους λαούς ένθεν κακείθεν, ένωσαν σε ένα αξεδιάλυτο μείγμα πατρίδα και εκκλησία, ζωή και δόγμα και ανύψωσαν σε τρόπο ζωής την υποταγή της ύλης στο πνεύμα, της τύρβης στην ιδέα και έζησαν εν Θεώ και Έθνει.
«Πίνει η ψυχή από δυο πηγές : ελληνικόν ιχώρα κι ανάσασμα βυζαντινό …»
(Γ. Ζερβού, Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου)
Στη Μπάρα, (όπως και σε ολόκληρα τα Τρίκαλα), στις μεγάλες γιορτές του φθινόπωρου, του χειμώνα και της άνοιξης (Χριστούγεννα, Πάσχα, του Αγίου Δημητρίου, του Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Αγίου Γεωργίου), οι οικογένειες γιόρταζαν τους ανθρώπους τους που είχαν το όνομα του εορτάζοντος Αγίου. Φίλοι και γνωστοί πήγαιναν στο σπίτι του εορτάζοντος, ντυμένοι με τα καλά ρούχα τους, (κοστούμι οι άντρες, ταγιέρ οι γυναίκες), όπου τους προσφερόταν γλυκό και ποτό, εύχονταν στον εορτάζοντα και έφευγαν για να επισκεφθούν άλλον. Έτσι, στις μεγάλες αυτές γιορτές, έβλεπες τα βράδυα τη Μπάρα γεμάτη από ζευγάρια που πήγαιναν να ευχηθούν σε εορτάζονται φίλο ή συγγενή τους. Με τα χρόνια, η ωραία αυτή συνήθεια άρχισε να αραιώνει, ώσπου έσβησε εντελώς, όταν στις τότε τοπικές εφημερίδες (Αναγέννησις, Τρικαλινά Νέα,Έρευνα) εμφανίσθηκε η καινοφανής στήλη «Δεν εορτάζουν» με τις αγγελίες : «Ο κ. τάδε δεν εορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις».
Οι ποδοσφαιριστές
Στη Μπάρα κατοικούσαν και γνωστοί τότε ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων της πόλης μας : τα αδέλφια Γώγος και Ντίνος Μαυρίκος που έπαιζαν στον «Αχιλλέα» και οι Γουσόπουλος, Μαραγκός (γνωστός και ως Μούλιας), Φλιούκας και Γιάννης Μακρής, που έπαιζαν στην «Α.Ε.Τ.».
Οι γειτόνισσες και τα σκαμνάκια
Τα απογεύματα όταν ο καιρός ήταν καλός και είχαν τελειώσει οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού, οι γειτόνισσες έβγαζαν στα πεζοδρόμια έξω από τα σπίτια σκαμνάκια και εκεί, στο φως του ήσυχου επαρχιώτικου δειλινού που αχνόσβηνε και κάτω από τις μοσχομυριστές ακακίες, τις άλικες τριανταφυλλιές και τα κατάλευκα γιασεμιά που φούντωναν ολάνθιστα και ευωδιαστά στους τοίχους, τα μπαλκόνια και τους κήπους, άρχιζαν το ατέλειωτο κουβεντολόι, φιλικό, ζεστό και νοικοκυρίσιο, ώσπου κάθε μία αποσύρονταν με το σκαμνάκι της για το οικογενειακό μαγγανοπήγαδο που την περίμενε και το υπέμενε στωικά χρόνια ολόκληρα, αφού το αισθανόταν ως χρέος της και απαραίτητη συμβολή της στη φαμελιά.
Τα κάλλαντα
Την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και ανήμερα του Σαββάτου του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής, τα παιδιά στη Μπάρα, αγόρια και κορίτισα γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλλαντα, δηλαδή (όπως αναφέρει το Χρηστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών) ευχετικά δημοτικά τραγούδια, που ψάλλονται με τη συνοδεία τριγώνου και, ενίοτε, και άλλων μουσικών οργάνων κατά την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, από παιδιά που περιφέρονται γι’ αυτόν τον σκοπό σε σπίτια, καταστήματα και δημόσιους χώρους, προσδοκώντας φιλοδώρημα μετά τις ευχές. Πρόκειται για έθιμο που μαρτυρείται από τον 11ο αιώνα και έχει την αφετηρία του στον ρωμαϊκό εορτασμό των καλενδών του Ιανουαρίου, οι οποίες συνέπιπταν με την είσοδο του νέου έτους. Τα κάλλαντα ποίκιλλαν σε περιεχόμενο. Έτσι, τα παιδιά περιφέρονταν στις γειτονιές της Μπάρας, παρέες-παρέες και ζητούσαν από τους ενοίκους των σπιτιών την άδεια να ευχηθούν με τα κάλλαντα, ρωτώντας «Να τα πούμε ;» και αφού έπαιρναν την άδεια, έψαλλαν : την παραμονή των Χριστουγέννων «Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννηση να πω στο αρχοντικό σας …»˙ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιάκι αρχή αρχή καλός μας χρόνος ..»˙ την παραμονή των Φώτων «Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη Χριστιανοί …»˙ ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής «…Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα …κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της». Τα κάλλαντα έληγαν πάντοτε με τη φράση «Και του χρόνου» (στην τρικαλινή ντοπιολαλιά : «κι του χρόν’») και οι νοικοκύρηδες έδιναν στα παιδιά φιλοδώρημα. Όλα τα κάλλαντα ψάλλονταν από αγόρια και κορίτσια, εκτός από εκείνα του Λαζάρου, που ψάλλονταν αποκλειστικά από μικρά κορίτσια, τις γνωστές «Λαζαρίνες» : «Ήρθε ο Λάζαρος, ήλθαν τα βάγια, ήλθε η Κυριακή που τρώνε τα ψάρια. Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήλθε η μάνα σου από την πόλη σούφερε χαρτί και κομπολόι …». Οι Λαζαρίνες κρατούσαν μικρό καλάθι από πλεγμένη λυγαριά, στολισμένο με ανεμώνες, πασχαλιές και ανθούς από κυδωνιές και αχλαδιές˙ το φιλοδώρημα ήταν καρποί της γης, [ξυλοκέρατα (χαρούπια), στραγάλια] και αυγά. Δυστυχώς, σήμερα τα κάλλαντα έχουν σχεδόν εκλείψει …
Τζάκια, μαγκάλια και ξυλόσομπες
Στα σπίτια της Μπάρας, (όπως και όλης της πόλης, άλλωστε) δεν υπήρχε τότε κεντρική θέρμανση. Στα χρόνια μου, στα σπίτια δεν υπήρχαν ούτε τζάκια. Το παλαιότερο αυτό είδος αυτό της θέρμανσης είχε τελείως εξαφανισθεί.
Ο κόσμος χρησιμοποιούσε στην αρχή, σε σπίτια και μαγαζιά, το θρυλικό μαγκάλι, ένα ρηχό στρογγυλό σκεύος από μαντέμι και τρία ή τέσσερα στηρίγματα (τα «πόδια») που έφτιαχναν στα τενεκετζήδικα˙ υπήρχαν όμως και μαγκάλια πραγματικά έργα τέχνης που φτιάχνονταν στα χαλκουργεία : με τριγωνικό ψηλό κορμό και κοιλότητα επάνω για τα κάρβουνα, με κωνικό καπάκι που είχε σφυρήλατα πανέμορφα χερούλια και σφυρήλατο αγαλματίδιο στην κορυφή του καπακιού από μπρούτζο. Τον χειμώνα, έβλεπες συχνότατα έξω από τα μαγαζιά ή τα σπίτια, να προετοιμάζουν το μαγκάλι : έβαζαν στο κυρίως μέρος του τα κάρβουνα, τα οποία τα άναβαν και στη συνέχεια αέριζαν τη φωτιά συνήθως με τη σκούπαή με κάποιον μακαβά (χοντρό χαρτόνι) για να αρπάξουν, με τις σπίθες να πετάγονται ολόγυρα. Μόλις τα κάρβουνα γίνονταν χόβολη, έβαζαν το μαγκάλι μέσα και ζεσταίνονταν από τα αναμμένα κάρβουνα. «Ζεσταίνονταν» δηλαδή τρόπους του λέγειν, αφού για να ζεσταθείς έπρεπε σχεδόν να αγκαλιάσεις το μαγκάλι, ενώ από πίσω πάγωνες, αφού το έρημο μαγκαλάκι δεν αρκούσε για να θερμάνει ολόκληρο τον χώρο (σπίτι ή μαγαζί), όσο μικρός και εάν ήταν. Ταυτόχρονα έπρεπε να έχεις κάποιο παράθυρο ανοικτό, για να αερίζεται ο χώρος προκειμένου να αποφύγεις την πιθανότατη δηλητηρίαση από διοξείδιο του άνθρακος που αναδιδόταν από τα αναμμένα κάρβουνα, εξαιτίας του οποίου άνθρωποι πολλοί είχαν χάσει τη ζωή τους καθώς είχαν κοιμηθεί με τα παράθυρα κλειστά και το μαγκάλι αναμμένο.
Έτσι, επικράτησε στα σπίτια κυρίως ή ξυλόσομπα, ένα στενόμακρο κυκλικό κυρίως κατασκεύασμα από λαμαρίνα, με ένα ειδικό άνοιγμα από επάνω (από στρογγυλές λωρίδες λαμαρίνας, η μία μικρότερη από την αμέσως προηγούμενη) για να βάζεις τα ξύλα και ένα από κάτω για να την ανάβεις το πρωί (με δαδί που αγόραζες από υπαίθριους έξω από τις τέσσερις πύλες της αγοράς Κανούτα) και να την καθαρίζεις από τη στάχτη το βράδυ, όταν έσβηναν τα ξύλα. Από το επάνω πίσω μέρος της σόμπας αυτής ξεκινούσαν οι σωλήνες εξόδου του καπνού από την καύση των ξύλων (τα γνωστά «μπουριά»), τα οποία μέσω ειδικής οπής στον τοίχο του δωματίου κατέληγαν έξω από το σπίτι. Οι σόμπες αυτές έμπαιναν κυρίως στην κουζίνα του σπιτιού, γιατί εκεί κυρίως μαζευόταν η οικογένεια σχεδόν όλη την ημέρα, με αποτέλεσμα στα μεγάλα χειμωνιάτικα κρύα το υπόλοιπο σπίτι να είναι παγωμένο και το ξάπλωμα στα θεόκρυα σεντόνια και μαξιλάρια σωστό μαρτύριο μέχρι να ζεσταθείς από τα φλόκια της μάλλινης βελέντζας, που φρόντιζες να είναι από μέσα. Υπήρχαν και σόμπες περίτεχνες, φτιαγμένες από πορσελάνη· αυτές έμπαιναν στο σαλόνι, το «καλό δωμάτιο», που άνοιγε μόνο στις γιορτές για να υποδεχθεί τους επισκέπτες. Τον Αύγουστο ή το πολύ μέσα Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, δηλαδή πριν να αρχίσουν οι φθινοπωρινές βροχές (που στα Τρίκαλα, άρχιζαν τότε και τελείωναν την άνοιξη, το πασίγνωστο «τσιρ-τσιρ»), έπρεπε να αγορασθούν τα καυσόξυλα για τις σομπες. Περιζήτητα για την καλή καύση που έκαναν ήταν τα ξύλα του φυτού «δέντρος», που υπήρχε κυρίως στα μέρη των Γρεβενών, ενώ αποφεύγαμε τα ξύλα από ρητινοφόρα δέντρα, γιατί από το ρετσίνι τους βούλωναν τα μπουχαριά (οι καμινάδες). Τα ξύλα αυτά στη συνέχεια έπρεπε να κοπούν με την πριονοκορδέλλα σε λουμάκια ώστε να χωρούν στη σόμπα. Έτσι, το φθινόπωρο συνηθισμένη εικόνα έξω από τα σπίτια στη Μπάρα ήταν οι σωροί των κομμένων καυσόξυλων, που περίμεναν να μεταφερθούν σε αποθήκες και να ντανιασθούν˙ δουλειά κυρίως των γυναικών και αυτή.
Ο σεισμός του 1954
Στις 30 Απριλίου 1954 το μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής, ολόκληρη η Δυτική Θεσσαλία ταρακουνήθηκε συθέμελα από ισχυρότατο σεισμό, μεγέθους 6,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Οι άνθρωποι πετάχτηκαν έντρομοι στον δρόμο, η ζωή στη συνοικία μας και βεβαίως σε ολόκληρη την πόλη παρέλυσε και πολλά από τα πέτρινα, ιδίως τα δίπατα, σπίτια της Μπάρας κατέρρευσαν και άλλα έγιναν ακατοίκητα. Όπως ήταν φυσικό, τον σεισμό αυτόν ακολούθησε η αναμενόμενη σεισμική ακολουθία, που έδωσε ανάλογης έντασης δονήσεις, με αποτέλεσμα ο κόσμος να τρομοκρατηθεί. Την πρώτη νύχτα έφεραν στη γειτονιά μας λεωφορεία του ΚΤΕΛ και κοιμηθήκαμε σε αυτά, ενώ ολονυκτίς το έδαφος δεν έπαυσε να σείεται από τους ισχυρότατους μετασεισμούς. Τις επόμενες εβδομάδες ήλθε ο στρατός σε βοήθεια και έστησε σκηνές για τη στέγαση είτε μίας είτε πολλών οικογενειών. Μια τέτοια τεράστια σκηνή για πολλές οικογένειες είχε στηθεί στη γειτονιά μου, στο αποκαλούμενο «χωραφάκι» πίσω από την οικία Μιχέλ και Γιουδά Νεγρίν, μπροστά από την εκεί οικία Καπνουτζή. Πολλές εξάλλου οικογενειακές σκηνές στήθηκαν στα πεζοδρόμια της Κονδύλη και στην κεντρική νησίδα της που τότε ήταν αρκετού πλάτους και φυτεμένη με πικροδάφνες. Με τον καιρό, πολλοί έφτιαξαν ξύλινες παράγκες στις οποίες έζησαν για μήνες και άλλοι για χρόνια, έως ότου ο κόσμος ξεφοβήθηκε και γύρισε στα σπίτια του, που στο μεταξύ είχε επισκευάσει.
Ο Ζήσης Μαμάλας
Εκείνα τα χρόνια εμφανιζόταν στη Μπάρα ο Ζήσης ο Μαμάλας. Μια ψηλόλιγνη, λιπόσαρκη και αξύριστη φιγούρα, ένας αλλόκοτος άνθρωπος, πάντα μόνος, ντυμένος με κουρελιασμένο στρατιωτικό αμπέχωνο και φαρδιά παντελόνια φαγωμένα από την πολυκαιρία και την απλυσιά, που τα συγκρατούσε στη μέση του με πλατειά ζώνη, δεμένη σφιχτά. Φορούσε στρατιωτικά άρβυλα που άνοιγαν σε «χαμόγελο» στις σόλες τους και στο κεφάλι μάλλινο λαδί σκούφο γεμάτον με κουμπιά. Σε ένα σακκίδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί του, αχώριστος σύντροφός του, είχε βδέλλες που τις είχε μαζέψει όπως έλεγαν από τα στεκούμενα νερά και τα χαβούζια της Μέσα Μπάρας και τις πουλούσε σε όσους έπασχαν από πίεση και είχαν ανάγκη από αφαίμαξη, γιατί η βδέλλα τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών. Γύριζε στις γειτονιές της Μπάρας διαλαλώντας το ασυνήθιστο εμπόρευμά του με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του.
Η ζωή του σε πολύχρονη μοναξιά τον είχε κάνει μονόχνωτο και αγοραφοβικό. Δεν πλησίαζε κανέναν, δεν μιλούσε σε κανέναν, ήταν πάντα συνοφρυωμένος και εχθρικός απέναντι σε όλους, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αρπαχτεί με όποιον του απηύθυνε τον λόγο έστω και χωρίς διάθεση ειρωνείας ή πειράγματος. Εμφανιζόταν ξαφνικά στην Κονδύλη ερχόμενος βαθιά μέσα από τη Μπάρα και περπατούσε πηγαίνοντας προς την πλατεία, μιλώντας μόνος του. Πολλές φορές, οι θαμώνες του καφφενείου Ψημμένου που κάθονταν στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου έξω από το καφφενείο, του φώναζαν καθώς περνούσε για να τον πειράξουν : «Βα μόρι, Ζήση», που στην βλάχικη (ορθότερα : αρωμουνική) γλώσσα σημαίνει «Θα πεθάνεις, Ζήση» (!). Τότε αυτός θύμωνε αφάνταστα, άρχιζε να τους βρίζει, αυτοί ανταπαντούσαν επίτηδες για να τον εκνευρίσουν ακόμα περισσότερο, οπότε αυτός πολλές φορές έφθανε σε σημείο παροξυσμού και άρχιζε να εκσφενδονίζει εναντίον τους μεγάλες πέτρες που αφθονούσαν στην Κονδύλη πριν να ασφαλτοστρωθεί, χωρίς ευτυχώς να τραυματισθεί κάποιος από την επίθεση αυτή, διότι όλοι ήξεραν εκ των προτέρων την αντίδρασή του στο πείραγμα αυτό και έσπευδαν να απομακρυνθούν, χωρίς όμως και να πάψουν να τον κεντρίζουν. Ο σαματάς που γινόταν τότε ήταν αναπόφευκτος, ο γύρω κόσμος έτρεχε να φυλαχθεί από τις πέτρες που εκσφενδόνιζε ο δυστυχής αυτός άνθρωπος επί δικαίων και αδίκων, ώσπου κάποτε καταλάγιαζε ο θυμός του και απομακρυνόταν βρίζοντας και απειλώντας.
Δεν έμαθα ποτέ ποια ήταν η οικογένειά του, πού έμενε και από πού κρατούσε η σκούφια του˙ παρέμεινε στη θύμησή μου σαν ένα κλασσικό δείγμα ανθρώπων άλλου καιρού, που μπορούσαν να ζουν εκτός της κοινωνίας, σε κόσμο ολότελα δικό τους, βασισμένο σε κανόνες που αυτοί είχαν αυτόνομα θεσπίσει, χωρίς κανέναν να ενοχλούν.
ΙV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και τα χρόνια πέρασαν, όπως περνούν και θα περνούν πάντοτε τα χρόνια, για όλους, από την αρχή του κόσμου μέχρι τη συντέλειά του. Σχεδόν τίποτε πια δεν θυμίζει στη σημερινή συνοικία τη Μπάρα της εικοσαετίας του 50-60 : οι γραφικές μονοκατοικίες της γκρεμίστηκαν και στη θέση τους υψώνονται αδιάφορες και άχρωμες πολυκατοικίες˙ οι παλιές όμορφες γειτονιές της σχεδόν εξαφανίσθηκαν˙ άλλοι άνθρωποι κατοικούν στα σπίτια της και συχνάζουν στις πολλές πλέον καφετέριες της Κονδύλη˙ άλλα μαγαζιά άνοιξαν στη θέση των παλαιών που δεν έχουν πια θέση στη Μπάρα του σήμερα˙ ο ΑγιοΘανάσης σαν να μίκρυνε, χαμένος μέσα στα ύψη των γύρω οικοδομών˙ τα άφθονα νερά των αρτεσιανών στέρεψαν, οι βρύσες στόμωσαν, τα χαβούζια δεν υπάρχουν ούτε ως ανάμνηση˙ χάθηκε η θαλπωρή των ανθρώπων της γειτονιάς, ο τόπος γέμισε από ανθρώπους των πολυκατοικιών, που αγνοούν ποιος κάθεται στο δίπλα διαμέρισμα˙ στους δρόμους και τα σοκκάκια της Μπάρας δεν αντηχούν παιδικές φωνές, τα παιδιά της είναι κλεισμένα στα διαμερίσματα, μόνα τους, χωρίς φίλους και βλέπουν τα γύρω από τη βεράντα ή το παράθυρο, χάνοντας μια για πάντα το προνόμιο να νοιώσουν τη χαρά του παιχνιδιού στο δρόμο και να κάνουν φιλίες ανεξίτηλες στον χρόνο. Τα έθιμα με τα οποία μεγαλώσαμε χάθηκαν και δεν αντικαταστάθηκαν, είναι πλέον αχρείαστα˙ η ταπεινή και λιτή, αλλά πλούσια σε περιεχόμενο ζωή του τότε χλώμιασε και αποσύρθηκε διακριτικά, μπροστά στην απαιτητική σημερινή συβαριτική ζωή, του πολυδαίδαλου, του πολύχρωμου, του εύκολου, αλλά και του κενού, της απομόνωσης και της απόλυτης μοναξιάς.
Έτσι είναι. Κάθε γενιά πορεύεται στον αέναο χρόνο με βάση τα δικά της «μπορώ» και «θέλω», θέτοντας κώδικες διαφορετικούς από εκείνους που είχαν θεσπίσει οι προηγούμενες γενιές και δημιουργώντας το οικιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θέλει να κινείται, ανάλογα με την κουλτούρα και την αισθητική της. Ώσπου και αυτή να αντικατασταθεί νομοτελειακά από την επόμενη γενιάκαι αυτή από την επόμενη· κάθε γενιά θα επιλέγει σε τι είδους πόλεις και με ποιους όρους συμβίωσης θα θέλει να ζη, στην ανάγκη γκρεμίζοντας και ισοπεδώνοντας κάθε τι που στα μάτια της φαντάζει τροχοπέδη, κάθε τι που κρίνει ότι είναι ανάγκη να μην υπάρχει (η Ανάγκη είναι η μαμμή της Ιστορίας). Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στον πανδαμάτορα Χρόνο. «Τά πάντα ρεῖ κ’ ου̉δέν μένει» και συνεπώς «ποταμῷ οὐκ ἐστίν ἐμβῆναι δίς τῷ αὐτῷ» που είπε ο παππούς Ηράκλειτος.
Πιστεύω ότι μετά από εβδομήντα χρόνια, όλο και θα βρεθεί κάποιος να γράψει και αυτός για τη Μπάρα του σήμερα, ως Μπάρα του τότε που και αυτήστις μέρες του θα έχει για πάντα χαθεί.
Ο ΠΑΛΑΙΟΣ