με το πρώτο κλάμα σε αχυρένιο στρώμα,
που φίλησαν πρώτα τον τίμιο Σταυρό
και ύστερα το άγιο και οργωμένο χώμα,
στάθηκε η άκληρη και δόλια τους ζωή,
του Σταυρού ματωμένο και σκληρό καρφί.
Με αλύπητο ξύλο, κατάρες και βρισιές
τους βύζαξε η άγνωστη παραμάνα
γιατί σε μέρες δύσκολες και φτωχές
ξενοδούλευε μερόνυχτα η μάνα
κι έδιωχνε απ’ το μυαλό της το παιδί
να μη θυμάται τόσα άλλα και πονεί.
Δεκάχρονα ανέμελα τρελά παιδιά,
νηστικά, ξυπόλητα στους φράχτες,
κρυφοκοίταγμα στου γείτονα τη μηλιά,
των παιχνιδιών και του γέλιου κράχτες,
μικροκλέφτες κι απόπαιδα από γονείς
της ζωηράδας και αταξίας σκαπανείς.
Δρασκέλισαν με ήλιο και φεγγάρια
ανέσπερους χρόνους στο παρακάλι,
ανδρώθηκαν στο χρέος παλληκάρια,
εξύμνησαν της ευθύνης τα κάλλη
και έφεραν τη ζωή τους λυτρωμένη
στα πλούτη της φτώχειας οχυρωμένη.
Ευτύχησαν στης λιτότητας τα δρομάκια
τις αξίες της ευπρέπειας να γνωρίσουν,
πέρα από του φθόνου τα σοκάκια
για αλληλεγγύη και τιμή να μιλήσουν,
μακάριοι σε πολυδιάτρητες εποχές
ξένοι της απληστίας και χωρίς ενοχές.
Και πορεύονται με πίστη και αγώνες
στο πρέπον του αλληλοσεβασμού,
στην επιβίωση μακριά από κρυψώνες
με ήθος κοινωνικού λειτουργού
για να είναι η διαβίωση αλήθειας χαρά
και η φτώχεια πλούτος ψυχής και αναφορά.