Τα πρακτικά δυο συσκέψεων των πολιτικών αρχηγών στα Σκόπια υπό τον πρόεδρο Γκιόργκι Ιβάνοφ έρχονται στο φως της δημοσιότητας και αποκαλύπτουν το παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής», το οποίο υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Τάσος Τέλλογλου, Ξένια Κουναλάκη και Βασίλης Νέδος πρόκειται για δυο συσκέψεις που έγιναν στις 27 Ιανουαρίου, δυο βδομάδες πριν την έναρξη της διαδικασίας υπό τον Μάθιου Νίμιτς, και στις 19 Μαΐου 2018 όταν πλέον είχε πέσει στο τραπέζι η πρόταση για Μακεδονία του Ίλιντεν.
Σύμφωνα με τα όσα αποκαλύπτονται, μεγάλο μέρος των λεπτομερειών είχε ήδη συμφωνηθεί, έμεναν ωστόσο ακανθώδη ζητήματα που αφορούσαν το όνομα, την ταυτότητα και τη γλώσσα.
Το δημοσίευμα υποστηρίζει πως στην πρώτη σύσκεψη, παρουσία του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ, του προέδρου της χώρας Γκιόργκι Ιβανόφ, του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Μπουγιάρ Οσμάνι και του υπουργού Εξωτερικών Νικόλα Ντιμιτρόφ, προκύπτει ότι στην πλευρά των Σκοπίων τον Ιανουάριο δεν υπήρχε καν θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, ενώ ήταν πιο κοντά στο erga omnes.
Με βάση τα όσα συζητούσε η ηγεσία των Σκοπίων, η Ελλάδα έμοιαζε από τον πρώτο γύρο να έχει παραχωρήσει το θέμα της ταυτότητας και λίγο αργότερα και της γλώσσας.Μάλιστα από τα πρακτικά προκύπτει ότι οι Σκοπιανοί «έβλεπαν» ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε να κλείσει γρήγορα το θέμα της συμφωνίας έτσι ώστε να πάει σε εκλογές εκμεταλλευόμενος το θέμα της εξόδου της Ελλάδας από τα μνημόνια.
Την ίδια ώρα, οι πολιτικοί ηγέτες των Σκοπίων, ενώ τον Ιανουάριο «διάβαζαν» ως μάλλον θετική τη στάση της ΝΔ, η άποψη αυτή αλλάζει τον Ιούνιο και θεωρούν ότι συμφωνία με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει.
Από τα πρακτικά προκύπτει ότι η κυβέρνησης της πΓΔΜ είχε εικόνα για τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ελλάδα καθώς, ο Ζόραν Ζάεφ προέβλεπε ότι «αν δεν υπάρξουν συνταγματικές αλλαγές ο Τσίπρας δεν μπορεί να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτή δεν θα προέλθει από τις ψήφους του Καμμένου, αλλά από το Ποτάμι».
Την ίδια ώρα ο πρόεδρος της χώρας χαρακτήριζε τον Αλέξη Τσίπρα πιο θετικό στο θέμα από τον Γ. Παπανδρέου, λέγοντας μάλιστα ότι «θέλει λύση» και πως «δεν ορκίστηκε ενώπιον της Εκκλησίας, είναι πιο ελεύθερος».
Ο υπουργός Εξωτερικών, Νικολά Ντιμιτρόφ, εκτιμούσε ότι «η Ελλάδα στο Σούνιο έκανε μια σημαντική παραχώρηση», λέγοντας ότι από τη συνάντηση αυτή φαινόταν «έτοιμη να ονομάσει τη “μακεδονική γλώσσα” ως μακεδονική γλώσσα και την υπηκοότητα «μακεδονική/πολίτες της δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Κάτι που ως φαίνεται άλλαξε μόνο ως προς το σκέλος του ονόματος που επελέγη τελικά καθώς, το “Μακεδονία του Ίλιντεν”» … κάηκε στην πορεία.
Ο Ντιμιτρόφ εκτιμούσε επίσης πως «τον Αύγουστο τελειώνει το οικονομικό πρόγραμμα στην Ελλάδα και αν θεωρηθεί επιτυχημένο, ο Τσίπρας θα πάει σε πρόωρες εκλογές. Θα είναι οι τελευταίες στις οποίες ο νικητής κερδίζει επιπλέον 50 έδρες».
Για το λόγο αυτό, ο υπουργός Εξωτερικών της γειτονικής χώρας πίεζε συνεχώς να βρεθεί λύση άμεσα:
«Πώς θα είναι η Ελλάδα μετά τις εκλογές; Στην εξουσία θα είναι η Νέα Δημοκρατία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει σπουδάσει στη Δύση. Πρέπει να βιαστούμε. Όσο τσακωνόμαστε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για τους Έλληνες».
Ο αντιπρόεδρος της σκοπιανής κυβέρνησης μοιάζει να επιθυμεί «αξιοπρεπή λύση» το συντομότερο δυνατό, ψάχνοντας τρόπο να “περάσει” αυτή η συμφωνία στον κόσμο. Στα πρακτικά εμφανίζεται να αναφέρει πως «δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία πέραν του 2018. Η επόμενη θα είναι σε δέκα χρόνια. Ή τώρα ή ποτέ. Πρέπει να διαλέξουμε ένα δύο σημεία από την πρόταση Νίμιτς στα οποία δεν θα υποχωρήσουμε. Για εμάς, είναι το όνομα και το εύρος χρήσης».
Μετά τη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε. – Δυτικών Βαλκανίων στη Σόφια, το Σάββατο 19 Μαΐου, ο υπουργός Εξωτερικών, Νικόλα Ντιμιτρόφ παρουσιάζει στους πολιτικούς ηγέτες και παράγοντες των Σκοπίων την άποψή του με βάση την πρόταση που περιελάμβανε την ονομασία Μακεδονία του Ίλιντεν.
Εδώ ο Ντιμιτρόφ εμφανίζεται να λέει ότι «σε ό,τι αφορά στην ταυτότητα είχαμε συμφωνήσει από τον α’ γύρο των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο η διαδικασία κόλλησε στους επόμενους γύρους στο εύρος χρήσης» και προβλέπει ότι σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς το erga omnes η ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να βρει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να περάσει τη συμφωνία.