Σου στέλνω το πρώτο και τελευταίο μου γράμμα,
όχι για χαιρετισμό ούτε για στερνό αποχαιρετισμό,
παρά για την αλήθευση εκείνου του μηνύματος
που μας έστελνε η ζωή με της καρδιάς το σκίρτημα,
το παραξένεμα του νου και το αλάργεμα του χρόνου,
πως είναι η συνύπαρξη προσποίηση και πλάνη.
Νιώθαμε πως τ’ αποτόλμημα στο αγκυροβόλιο των τύπων
θα μας στερούσε τη λευτεριά, της αποζήτησης τη μαγεία,
την ομορφιά της έκπληξης, του πάθους την αδημονία
και αρνηθήκαμε τη συνύπαρξη με σχεδιασμούς και όρκους,
το δελεασμό της σιγουριάς και των συνηθειών τη λάτρα,
να ’ναι ο έρωτας κρυφό κυνηγητό κι ευόδωση ονείρων.
Και κρυπτογραφήσαμε φτερουγίσματα ψυχής και ανατάσεις,
φυγαδέψαμε εμπειρίες στο άσυλο των αναμνήσεων,
αισθανθήκαμε τα κενά στην οδύνη της νοσταλγίας
κι αφεθήκαμε αναπόδραστοι στην έκσταση και τον οίστρο
των ανυπόκριτων λογισμών και μύχιων αισθημάτων
να είναι η αγάπη ταύτιση και σμίλεμα η σχέση.
Σου στέλνω τούτο το άτιτλο και ανεπίστρεπτο γράμμα,
όχι για όσιες πεθυμιές ούτε και γλυκασμούς της μνήμης,
παρά για το βαθύ το σάλαγο που η σκέψη μας αφήνει,
τη θελκτική αναστάτωση που λυτρωτικά μας συνεπαίρνει
στην πληρότητα που η αρμονία ύπαρξης και απουσίας φέρνει,
κι αμφίδρομα της ζωής το νόημα συνειδητά το ζούμε.