Μπορεί σε πολλούς Έλληνες το όνομα Κώστας Σαραντίδης να μην λέει πολλά, αλλά για τον λαό του Βιετνάμ είναι ένας θρύλος. Και δικαίως, αφού αφιέρωσε τη νιότη του στον αγώνα της ανεξαρτησίας απέναντι στους αποικιοκράτες ως μαχητής των Βιετμίνχ, δίνοντας συνέχεια σε μια ζωή κινηματογραφική, γεμάτη ανατροπές και γνωρίζοντας πως όσο έλειπε στα βάθη της Ασίας πίσω στην πατρίδα οι δικοί του άνθρωποι του έκαναν τρεις φορές την κηδεία…
«Είμαι ευτυχής, περήφανος και δεν μετανιώνω για τίποτε. Στην επόμενη ζωή θα κάνω το ίδιο»… Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τον κόσμο ο Κώστας Σαραντίδης. Το ένα από τα επτά παιδιά ενός Μικρασιάτη πρόσφυγα, που γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1927 και έκανε την πρώτη (από τις πολλές) πράξη αντίστασης της ζωής του όταν ως παιδί ακόμα αρνήθηκε να ενταχθεί στη νεολαία του καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά.
Χαμίνι των δρόμων και στη μάχη της επιβίωσης λόγω της φτώχειας της οικογένειάς του, θα συλληφθεί τελικά το 1943 κατά την διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, με τους Γερμανούς κατακτητές να τον στέλνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκείνος, όμως, μαζί με ορισμένους άλλους κατόρθωσε να δραπετεύσει λίγο έξω από το Ζάγκρεμπ και να αλλάξει την προσωπική του μοίρα.
«Ήταν μια αξέχαστη μέρα όταν περάσαμε τα σύνορα. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα Χριστούγεννα περπατούσαμε μέσα στα χιόνια» διηγείται ο ίδιος και συνεχίζει λέγοντας πώς βρίσκοντας διάφορες κρυψώνες και σαλτάροντας σε διερχόμενα τρένα, μπόρεσε να φτάσει στην Αυστρία και με τη λήξη του πολέμου στην Ιταλία, χρησιμοποιώντας ό,τι είχε στην διάθεσή του. Μέχρι και μια στολή ενός στρατιώτη των SS…
Με την Ελλάδα πλέον να έχει μπει στη δίνη του Εμφυλίου, ο Σαραντίδης ο οποίος είχε απλά τελειώσει το δημοτικό, δεν είδε καμία προοπτική για εκείνον εφόσον επέστρεφε στην πατρίδα και πήρε μία απόφαση που χωρίς να το γνωρίζει καν, έμελλε να σημαδέψει για πάντα τον χαρακτήρα και το μέλλον του: Κατετάγη στην Λεγεώνα των Ξένων, βρέθηκε στην Αλγερία και από εκεί εστάλη μαζί με άλλους στην –τότε- αποκαλούμενη Ινδοκίνα. Δηλαδή την ευρύτερη περιοχή της Ασίας που βρισκόταν ακόμη υπό γαλλικό έλεγχο, την ώρα που ξεπηδούσαν κινήματα ανεξαρτησίας από τους λαούς της περιοχής, κυρίως τους Βιετναμέζους…
«Εγώ δεν είχα παιδεία, πολιτική σκέψη και μορφωτικό επίπεδο για να κάνω ανάλυση στα γεγονότα, ήμουν 18 χρονών. Αλλά κατάλαβα ότι γινόμουν κατακτητής. Αντικαθιστούσα τον Γερμανό, τον Βούλγαρο και τον Ιταλό στην πατρίδα μου. Διερωτήθηκα, μαζί με έναν άλλον Έλληνα, τον Κώστα Φιτσιτσόγλου: ‘’Τι κάνουμε εδώ; Τι δουλειά έχουμε εμείς στο Βιετνάμ’’;Τότε πήρα την απόφασή μου: ‘’Να ψάξω να βρω’’. Για τέσσερις μήνες έψαχνα να μάθω, τι συνέβαινε, ποιοι είναι οι Βιετμίνχ. Οι Γάλλοι περιπολούσαν, καίγανε, σφάζανε, ρημάζανε τα πάντα … Μετά από τέσσερις μήνες πλιάτσικου, κλεψιών, πυρπολήσεων, επιδρομών, που με είχαν κάνει να βγω έξω από τα ρούχα μου, βρήκαμε μια σύνδεση», είχε εξιστορήσει σε παλιότερη συνέντευξή του, εξηγώντας πώς τελικά πέρασε στην απέναντι πλευρά. Εγκατέλειψε τους αποικιοκράτες Ευρωπαίους, άλλαξε στρατόπεδο και πολέμησε δίπλα στους ντόπιους…
Μαζί με έναν Ισπανό κομμουνιστή συμπολεμιστή του, απελευθέρωσαν 25 βιετναμέζους κρατουμένους από ένα γαλλικό στρατόπεδο και διέσχισαν την ζούγκλα κουβαλώντας τουφέκια, δύο οπλοπολυβόλα και μερικές χειροβομβίδες. Η δόξα και η φήμη του Έλληνα αντάρτη γιγαντώθηκε όταν έγινε ο πρώτος που κατέρριψε αεροπλάνο του εχθρού, ένα Μοράν 650 το 1947, και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του λοχαγού, έχοντας προλάβει να δει τους Γάλλους να αποχωρούν άρον-άρον από την χώρα και τους Αμερικανούς να δοκιμάζουν κι εκείνοι (ανεπιτυχώς) να δαμάσουν τους Βιετμίνχ που στο μεταξύ αποκαλούνταν Βιετκόνγκ.
Πέρασε την ζωή του στο βόρειο τμήμα της χώρας, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Χο-Τσι-Μινχ, εργαζόμενος κατά διαστήματα ως οδηγός, διερμηνέας, ανθρακωρύχος, ακόμη και ηθοποιός! Στο μεταξύ έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και παντρεύτηκε δύο φορές, την ώρα που πίσω στην Ελλάδα οι δικοί του άνθρωποι τον θεωρούσαν νεκρό και σύμφωνα με τις μη διασταυρωμένες πληροφορίες που έρχονταν για εκείνον, έφτασαν τρεις φορές στο σημείο να του κάνουν τα κόλλυβα, προεξοφλώντας τον θάνατό του!
Ωστόσο στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Σαραντίδης μετά από σχεδόν 10 χρόνια απουσίας και σιωπής, έδωσε τα πρώτα σημεία ζωής. Μέσω ενός Γάλλου αιχμαλώτου που απελευθερώθηκε, έστειλε ένα γράμμα στην Θεσσαλονίκη, ενώ συγκινητική είναι η διήγησή του για την στιγμή που τον κάλεσε ένας στρατηγός για να του παραδώσει μια επιστολή από την πατρίδα. Λέει, λοιπόν, ο Έλληνας θρύλος: «Τα μάτια μου βούρκωσαν και δεν μπορούσα να δω λέξη. Είχα να μιλήσω και να διαβάσω ελληνικά από το ’43, είχα και γνώσεις δημοτικού. Ύστερα από μισή ώρα μού έδωσε πέντε μέρες άδεια. Πήγα στο Ανόι, βρήκα έναν φίλο Γάλλο και πήγαμε για φαγητό. Έπρεπε να μεθύσω για να καταφέρω να το διαβάσω»…
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965, έχοντας τιμηθεί από το Βιετνάμ με πολλούς τρόπους συμπεριλαμβανομένης και της απονομής υπηκοότητας με το όνομα Nguyễn Văn Lập, ενώ για πολύ καιρό αγωνίστηκε για την αποκατάσταση χιλιάδων συμπατριωτών του (πλέον) η υγεία των οποίων είχε κλονιστεί από τις βόμβες με τον διαβόητο «πορτοκαλί παράγοντα», με τις οποίες οι Αμερικανοί επιχείρησαν να δαμάσουν το φρόνημα του λαού, σκοτώνοντας χιλιάδες αμάχους.
Το 2013, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του σε ηλικία 94 ετών του απονεμήθηκε ο τίτλος του «Ήρωα των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων», ενώ στα τελευταία καταγεγραμμένα λόγια λέει τα πάντα για αυτό το ιδιαίτερο σεργιάνι του στον κόσμο: «Είμαι ευτυχής, περήφανος και δεν μετανιώνω για τίποτε. Στην επόμενη ζωή θα κάνω το ίδιο»!
Πηγή: menhouse.gr