κερδοσκοπία συντηρεί σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των τροφίμων; Ολο και περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν προς αυτό το συμπέρασμα. Οικονομολόγοι της Allianz εκτιμούν ότι το 10%-20% του πληθωρισμού των τροφίμων στην Ευρώπη μπορεί να αποδοθεί σε κερδοσκοπία. Κι αυτό διότι, ενώ το γεωργικό και το ενεργειακό κόστος μειώνονται, οι καταναλωτές εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβά βασικά είδη διατροφής. Μάλιστα, ειδικοί εκτιμούν ότι ο επίμονος πληθωρισμός των τροφίμων θα συνεχίσει να πιέζει τα νοικοκυριά για πολύ καιρό ακόμα.
Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές;
Οταν οι παραγωγοί τροφίμων άρχισαν να αυξάνουν τις τιμές, είχαν ως επιχείρημα τις αυξήσεις στις πρώτες ύλες και στο κόστος παραγωγής. Ωστόσο, αν και οι τιμές των πρώτων υλών βρίσκονται σε πτώση εδώ και μήνες, αυτό δεν έχει επηρεάσει θετικά την τσέπη του καταναλωτή, αναφέρουν οι New York Times. Οι έμποροι τώρα ισχυρίζονται ότι έχουν αυξημένα κόστη σε μισθούς και εφοδιαστική αλυσίδα, σε σύγκριση με μερικά χρόνια πριν.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί το CNN, εμπειρογνώμονες του κλάδου υποστηρίζουν ότι οι παραγωγοί τροφίμων βρίσκουν «πατήματα» στην γενικευμένη πληθωριστική πίεση για να αυξάνουν δυσανάλογα τις τιμές των προϊόντων, ενισχύοντας έτσι τα κέρδη τους. Και όπως φαίνεται, δεν βιάζονται να τα εγκαταλείψουν…
«Όταν το κόστος αλλάζει, δεν είναι ασυνήθιστο για τις εταιρείες να “χρησιμοποιούν” τη συγκυρία για να αυξήσουν τις τιμές», τονίζει ο Jean-Pierre Dubé, καθηγητής μάρκετινγκ στο Booth School of Business του Πανεπιστημίου του Σικάγο. «Οι εταιρείες βλέπουν αυτές τις συγκυρίες ως περιστασιακές ευκαιρίες και δεν θέλουν να τις χάσουν».
Φουσκωμένα κέρδη
Μεταξύ Ιανουαρίου 2022 και Ιανουαρίου 2023, τα είδη διατροφής έγιναν ακριβότερα κατά 11,3% στις ΗΠΑ. Πολλές εταιρείες τροφίμων προβλέπουν ότι μπορεί να επιβραδύνουν ή να παγώσουν τις αυξήσεις των τιμών – αλλά όχι να προχωρήσουν σε μειώσεις.
Οι τιμές των γεωργικών προϊόντων μειώνονται μετά την κορύφωσή τους τον Μάιο, σύμφωνα με το USDA. Και η πτωτική πορεία συνεχίζεται: Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Rabobank, οι τιμές των προϊόντων σιταριού, καφέ και κακάο υποχώρησαν την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Αλλά οι πρώτες ύλες αποτελούν συνήθως ένα μικρό μέρος του συνολικού κόστους των τροφίμων. Οι έμποροι πληρώνουν κυρίως για άλλα πράγματα, όπως η μεταφορά, η συσκευασία και οι μισθοί.
«Υπήρξαν πιέσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού και υπήρξαν αυξήσεις στο κόστος των βασικών προϊόντων. Αλλά [οι εταιρείες] έχουν, νομίζω, κάνει υπερβολικά μεγάλες», δήλωσε ο Mark Lang, αναπληρωτής καθηγητής μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Τάμπα που ειδικεύεται στο μάρκετινγκ τροφίμων. «Είναι, για μένα, απολύτως κερδοσκοπικές», πρόσθεσε.
Η Conagra (CAG) και η Hershey (HSY) ανέφεραν υψηλότερα κέρδη στα πιο πρόσφατα τρίμηνά τους, σε ετήσια βάση. Η PepsiCo (PEP) και η Coca-Cola (KO) ανέφεραν αύξηση κερδών το τρίτο τρίμηνο, πριν δουν μείωση κερδών αργότερα μέσα στο έτος.
Όταν κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου τον Φεβρουάριο ρωτήθηκε ο διευθύνων σύμβουλος Sean Connolly πώς η Conagra μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές χωρίς να μειωθεί ο όγκος πωλήσεων, δήλωσε ότι «η τιμολόγηση ήταν απλώς πολύ χαμηλή στα κατεψυγμένα πριν από την πανδημία».
Η Conagra κατά το τρίμηνο που έληξε στις 27 Νοεμβρίου, ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 382,2 εκατ. δολαρίων – περίπου 39% υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι.
Η Coca-Cola δήλωσε ότι σχεδιάζει να συνεχίσει να αυξάνει τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο, σημειώνοντας ότι το κόστος εισροών εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από το συνηθισμένο.
Η μεγάλη εικόνα
Το γεωργικό και το ενεργειακό κόστος μειώνονται, αλλά τα βασικά είδη παραμένουν επίμονα ακριβά για τους καταναλωτές.
Για παράδειγμα, το λευκό ψωμί σε φέτες. Στη Βρετανία, η μέση τιμή μιας φρατζόλας ήταν 28% υψηλότερη τον Απρίλιο, στις 1,39 λίρες ή 1,72 δολάρια, σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Στην Ιταλία, η τιμή ζυμαρικών, που αποτελούν βασικό προϊόν της ιταλικής διατροφής, αυξήθηκε σχεδόν 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Στη Γερμανία, οι τιμές των τυριών είναι σχεδόν 40% υψηλότερες σε σχέση με πέρυσικαι οι πατάτες κοστίζουν 14% περισσότερο.
Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι τιμές των ήταν κατά μέσο όρο 17% υψηλότερες τον Απρίλιο από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα, σημειώνοντας μικρή επιβράδυνση σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Η κατάσταση είναι χειρότερη στη Βρετανία από ό,τι στους δυτικοευρωπαίους γείτονές της: Οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών ήταν κατά 19% υψηλότερες, ο ταχύτερος ρυθμός ετήσιου πληθωρισμού των τροφίμων εδώ και περισσότερα από 45 χρόνια.
Συγκριτικά, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού των τροφίμων στις ΗΠΑ ήταν 7,7%.
Η ποσοστιαία αύξηση των τιμών των βασικών τροφίμων στην Ε.Ε. κατά το τελευταίο έτος:
Προβληματισμός στις κυβερνήσεις
Ο επίμονος πληθωρισμός των τροφίμων πιέζει τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και προβληματίζει τους Ευρωπαίους πολιτικούς, σχολιάζουν οι New York Times.
Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση πραγματοποίησε συνάντηση αυτόν το μήνα για να συζητήσει την εκτίναξη των τιμών στα ζυμαρικά.
Ταυτόχρονα, το σημαντικότερο κόστος για την παραγωγή τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων, του σιταριού και άλλων γεωργικών προϊόντων, έχει μειωθεί στις διεθνείς αγορές κατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους – γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με το γιατί οι τιμές των τροφίμων για τους καταναλωτές παραμένουν τόσο υψηλές στην Ευρώπη.
Με δεδομένα την αύξηση του εργατικού κόστους και την πιθανότητα κερδοσκοπίας, οι τιμές των τροφίμων είναι απίθανο να μειωθούν σύντομα.
Η άνοδος των τιμών θα μπορούσε επίσης να ασκήσει πίεση στις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, περιορίζοντας ενδεχομένως την οικονομική ανάπτυξη.
Τι οδηγεί στην άνοδο των τιμών των τροφίμων;
Εκτός από τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, η Ευρώπη έχει βιώσει σκληρές αυξήσεις στο κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων.
Οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν στα ύψη επειδή ο πόλεμος ανάγκασε την Ευρώπη να αντικαταστήσει γρήγορα το ρωσικό φυσικό αέριο με νέες προμήθειες, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης τροφίμων.
Σύμφωνα με τους NYT, αν και οι τιμές χονδρικής πώλησης ενέργειας έχουν μειωθεί, οι έμποροι λιανικής προειδοποιούν ότι υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση -ίσως έως και ένα έτος- μέχρι η μείωση αυτή φθάσει στους καταναλωτές, επειδή τα συμβόλαια ενέργειας είχαν συναφθεί μήνες πριν, πιθανότατα αντανακλώντας τις υψηλότερες τιμές.
Παράλληλα, τα υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας στην Ευρώπη και τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας αναγκάζουν τους εργοδότες, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών τροφίμων, να αυξάνουν τους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζόμενους. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των τροφίμων.
Η κερδοσκοπία διατηρεί τις τιμές σε υψηλά επίπεδα;
Πληθαίνουν οι ισχυρισμοί μεταξύ καταναλωτών, συνδικάτων και ορισμένων οικονομολόγων ότι ο πληθωρισμός μπορεί να διατηρείται αδικαιολόγητα υψηλά από τις εταιρείες που αυξάνουν τις τιμές (πάνω από την αύξηση του κόστους), για να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δήλωσε ότι στα τέλη του περασμένου έτους, τα εταιρικά κέρδη συνέβαλαν στον εγχώριο πληθωρισμό τόσο πολύ όσο και η αύξηση των μισθών, ωστόσο δεν ανέφερε ποιοι κλάδοι είχαν υπερβολικά κέρδη.
Οικονομολόγοι της Allianz, της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων, εκτιμούν ότι το 10%-20% του πληθωρισμού των τροφίμων στην Ευρώπη μπορεί να αποδοθεί σε κερδοσκοπία. «Υπάρχει ένα μέρος του πληθωρισμού των τιμών των τροφίμων που βλέπουμε το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα», δήλωσε ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz.
Ωστόσο, η έλλειψη λεπτομερών στοιχείων σχετικά με τα εταιρικά κέρδη και τις αλυσίδες εφοδιασμού έχει προκαλέσει διχασμό μετά των ειδικών.
Ορισμένοι οικονομολόγοι και λιανοπωλητές τροφίμων έδειξαν με το δάχτυλο τους μεγάλους παγκόσμιους παραγωγούς τροφίμων, οι οποίοι διατήρησαν διψήφια περιθώρια κέρδους ενώ παράλληλα αύξησαν τις τιμές. Τον Απρίλιο, ο ελβετικός κολοσσός Nestlé δήλωσε ότι αναμένει το περιθώριο κέρδους της φέτος να είναι περίπου το ίδιο με πέρυσι, 17%, ενώ ανέφερε ότι αύξησε τις τιμές σχεδόν 10% το πρώτο τρίμηνο.
Από την άλλη, στη Βρετανία ο Michael Saunders, οικονομολόγος στην Oxford Economics και πρώην ρυθμιστής επιτοκίων στην Τράπεζα της Αγγλίας, ανέφερε σε σημείωμά του προς τους πελάτες του τον Μάιο ότι ο «πληθωρισμός της απληστίας» δεν ήταν ο ένοχος. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού αντανακλά το υψηλότερο κόστος της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, ισχυρίστηκε.
Όπως είπε, αντί να αυξάνονται τα συνολικά κέρδη των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών στη Βρετανία, εξαιρουμένων των βιομηχανιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, μειώθηκαν το τελευταίο έτος.
Εχουν κορυφωθεί οι τιμές των τροφίμων;
Υπάρχουν κάποια σημάδια ότι ο ρυθμός του πληθωρισμού των έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του. Τον Απρίλιο, ο ρυθμός μειώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά σε δύο χρόνια. Ωστόσο, στο εξής η επιβράδυνση είναι πιθανό να είναι σταδιακή.
Στην Ευρώπη κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με την επιβολή ανώτατων τιμών σε βασικά είδη διατροφής. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, η κυβέρνηση προωθεί ένα «αντιπληθωριστικό τρίμηνο», ζητώντας από τους λιανεμπόρους να μειώσουν τις τιμές σε ορισμένα προϊόντα μέχρι τον Ιούνιο. Την ίδια ώρα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λεμέρ, δήλωσε ότι οι παραγωγοί τροφίμων πρέπει να συμβάλουν περισσότερο σε αυτή την προσπάθεια, προειδοποιώντας ότι μπορεί να αντιμετωπίσουν φορολογικές κυρώσεις αν διαπιστωθούν αθέμιτες πρακτικές στα περιθώρια κέρδους εις βάρος των καταναλωτών.
Αυτές οι προσπάθειες μπορεί να βοηθήσουν ορισμένους καταναλωτές, αλλά συνολικά δεν υπάρχουν πολλά που να παρηγορούν τους Ευρωπαίους. Οι τιμές των τροφίμων είναι απίθανο να μειωθούν. Το μόνο που μπορεί να συμβεί, είναι να επιβραδυνθεί – αργότερα φέτος – ο ρυθμός των αυξήσεων.
ΟΗΕ: Οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων μειώθηκαν τον Μάιο σε χαμηλό δύο ετών
Ο παγκόσμιος δείκτης των Ηνωμένων Εθνών για τις τιμές των τροφίμων έπεσε τον Μάιο στο χαμηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων ετών, καθώς η μείωση των τιμών των φυτικών ελαίων, των δημητριακών και των γαλακτοκομικών ήταν μεγαλύτερη από τις αυξήσεις εκείνων της ζάχαρης και του κρέατος.
Ο δείκτης τιμών του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), που παρακολουθεί τις τιμές τροφίμων σε όλο τον κόσμο, ήταν κατά μέσο όρο στις 124,3 μονάδες τον Μάιο έναντι των αναθεωρημένων 127,7 τον προηγούμενο μήνα, ανακοίνωσε ο FAO. Η τιμή που είχε δοθεί αρχικά για τον Απρίλιο ήταν 127,2.
Πρόκειται για τη χαμηλότερη τιμή του εν λόγω δείκτη από τον Απρίλιο 2021 και σημαίνει πως ο δείκτης είναι τώρα 22% πιο κάτω από το υψηλό όλων των εποχών που καταγράφηκε τον Μάρτιο 2022 μετά την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο δείκτης του FAO για τις τιμές των δημητριακών μειώθηκε σχεδόν κατά 5% τον Μάιο σε σχέση με τον προηγούμενο, μήνα υπό την πίεση των πολύ καλών προοπτικών στο μέτωπο της προσφοράς και της παράτασης της Συμφωνίας για το εμπόριο σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας που επιτρέπει τη μεταφορά φορτίων από την Ουκρανία.
Όμως οι διεθνείς τιμές του ρυζιού συνέχισαν να αυξάνονται τον Μάιο, εν μέρει λόγω πιο σφιχτής προσφοράς σε ορισμένες εξαγωγικές χώρες, ανέφερε ο FAO. Τον περασμένο μήνα ο οργανισμός εξέφρασε ανησυχία για τις αυξανόμενες τιμές του βασικού αγαθού.
Ο δείκτης για τις τιμές των φυτικών ελαίων μειώθηκε σχεδόν κατά 9% σε μηνιαία βάση, αντανακλώντας τη μεγάλη προσφορά ελαιόσπορων και την αδύναμη ζήτηση φοινικελαίου, ενώ οι παγκόσμιες τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 3% εν μέσω εποχιακής ανόδου της παραγωγής γάλακτος στο βόρειο ημισφαίριο, σύμφωνα με τον οργανισμό.
Αντίθετα, η τιμή της ζάχαρης αυξήθηκε κατά 5,5% σε σχέση με τον Απρίλιο για τέταρτο μήνα στη σειρά, καθώς οι ανησυχίες για το μετεωρολογικό φαινόμενο El Nino προστέθηκαν στους κινδύνους παγκόσμιας προσφοράς, ανέφερε ο FAO.
Ωστόσο, η βελτίωση των μετεωρολογικών συνθηκών στη Βραζιλία και οι χαμηλότερες τιμές του αργού περιόρισαν την τιμή της ζάχαρης στις αγορές. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης έκλεισαν χαμηλότερα τον Μάιο έπειτα από 12μηνο υψηλό στα τέλη Απριλίου.
Οι προβλέψεις για την παραγωγή
Σε ξεχωριστή έκθεση για την προσφορά και ζήτηση δημητριακών, ο FAO αύξησε την πρόβλεψή του για την παγκόσμια παραγωγή δημητριακών φέτος στα 2,813 δισεκατομμύρια τόνους, αύξηση κατά 1% σε σχέση με το 2022 λόγω κυρίως της αναμενόμενης αύξησης στην παραγωγή καλαμποκιού.
Τα παγκόσμια αποθέματα σιτηρών για την περιόδο 2023/24 αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,7% σε ετήσια βάση φθάνοντας το ρεκόρ των 873 εκατομμυρίων τόνων, λόγω μεγαλύτερων αναμενόμενων αποθεμάτων καλαμποκιού, ρυζιού και κριθαριού.
Ωστόσο τα αποθέματα σιταριού αναμένεται να πέσουν καθώς η παραγωγή μειώνεται ενώ η ζήτηση αναμένεται να παραμείνει σταθερή.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ/ Με πληροφορίες από NYT, CNN, FAO