Ο Τζον Μακάφι, ο εκκεντρικός 75χρονος πρωτοπόρος της τεχνολογίας anti-virus που αυτοκτόνησε την Τετάρτη σε ένα κελί φυλακής στην Καταλονία, έζησε μια ζωή συναρπαστική και έντονη, γεμάτη γυναίκες, θεωρίες συνωμοσίας και μπλεξίματα με τον νόμο.
Ο Μακάφι αντιμετώπιζε πολλαπλές κατηγορίες για αδικήματα φοροδιαφυγής από το 2016 έως το 2018 στις ΗΠΑ, και το βράδυ της Τετάρτης είχε πληροφορηθεί ότι η Ισπανία συμφώνησε με την έκδοσή του. Μερικές ώρες αργότερα, βρέθηκε νεκρός στο κελί του στη φυλακή Centre Penitenciari Brians 2 στη Βαρκελώνη.
Πολλά διεθνή ΜΜΕ «ξεδιπλώνουν» σήμερα το κουβάρι της ζωής του αμφιλεγόμενου αυτού προσώπου, που ξεπέρασε μια δύσκολη παιδική ηλικία για να κατακτήσει την επαγγελματική καταξίωση και τον πλούτο, αλλά δεν έπαψε στιγμή να αντιμετωπίζει τους προσωπικούς του «δαίμονες», οι οποίοι τελικά τον νίκησαν.
Το δύσκολο ξεκίνημα και η μάχη με το αλκοόλ
Γεννηθείς σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Μακάφι μισούσε την αμερικανική κυβέρνηση και συνήθιζε να λέει στο παρελθόν ότι αισθανόταν το ίδιο Βρετανός όσο και Αμερικάνος, παρότι μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Όταν ήταν 15 ετών, ο αλκοολικός πατέρας του αυτοκτόνησε. Ο ίδιος είχε πει σε μια συνέντευξη το 2012 στο Wired ότι κάθε μέρα «ξυπνούσε» με τον πατέρα του: «Κάθε μέρα ξυπνάω μαζί του. Σε κάθε σχέση που δημιουργώ, είναι δίπλα μου. Όταν κάτι που προκαλεί δυσπιστία, αυτός είναι ο διαπραγματευτής αυτής της δυσπιστίας. Οπότε η ζωή μου είναι γ@@@σε τα».
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Roanoke College της Βιρτζίνια, ξεκίνησε το ποτό. Όταν έκανε το διδακτορικό του στο Northeast Louisiana State College το 1968, τον έδιωξαν κακήν κακώς από τη σχολή επειδή έκανε σεξ με μια φοιτήτρια.
Η πρώτη του δουλειά στους υπολογιστές προέκυψε μέσω της εταιρείας Missouri Pacific Railroad στο Σεν Λούις, τα στελέχη της οποίας προσπαθούσαν να στήσουν έναν υπολογιστή IBM για να προγραμματίζουν τα δρομολόγια των τρένων το 1969. Ο Μακάφι δημιούργησε ένα σύστημα για βελτιστοποιημένη οργάνωση των δρομολογίων. Καθώς η καριέρα του στους υπολογιστές «άνθιζε», η εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά μεγάλωνε. Ήταν σύνηθες για τον Μακάφι να κάνει LSD πριν από τη βάρδιά του στη δουλειά και να σνιφάρει γραμμές κοκαΐνης στο γραφείο του ρουφώντας γουλιές από ουίσκι μέσα στη μέρα.
Η πρώτη σύζυγός του, η φοιτήτρια που παντρεύτηκε ενώ ήταν ακόμη διδακτορικός σπουδαστής, τον έγκατέλειψε τη δεκαετία του ’80 λόγω των εθισμών του που είχαν βγει εκτός ελέγχου. Το 1983, ενώ βρισκόταν μόνος στο άδειο σπίτι του (είχε πουλήσει τα πάντα για να παίρνει ναρκωτικά) σκέφτηκε την αυτοκτονία, όπως εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα. Αντί να βάλει τέλος στη ζωή του, μπήκε στους Ανώνυμους Αλκοολικούς και δεν ξαναήπιε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η εκτόξευση της McAfee και το μάρκετινγκ του φόβου
Το 1986 ξεκίνησε την McAfee Associates από το σπίτι που ζούσε στη Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια, λίγο καιρό αφότου διάβασε ότι έναν ιός υπολογιστών από το Πακιστάν μόλυνε κομπιούτερ Αμερικανών. Λάνσαρε το λογισμικό anti-virus του και ξεκίνησε να το διαφημίζει σε πίνακες ανακοινώσεων, διαθέτοντάς το δωρεάν στους ενδιαφερόμενους. Μέσα σε 5 χρόνια από την ίδρυση της εταιρείας του, μεγάλες επιχειρήσεις ανά τις ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν το λογισμικό του Μακάφι. Τη δεκαετία του ’90, άρχισαν να πληρώνουν για την άδεια χρήσης. Σύντομα τα κέρδη της McAfee εκτοξεύτηκαν σε 5 εκατομμύρια τον χρόνο.
Σύμφωνα με την Daily Mail, βασικό στοιχείο του μάρκετινγκ που υιοθέτησε ο Μακάφι ήταν η δημιουργία φόβου στους Αμερικανούς για κυβερνοεπιθέσεις με ιούς από το εξωτερικό, που πήγαζε εν μέρει και από τη δική του «παράνοια». Ήταν ένας αμφιλεγόμενος τρόπος προώθησης προϊόντων, όμως ο ίδιος υπερασπιζόταν σθεναρά αυτήν την προσέγγιση. Τη δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε πως ένας νέος τότε ιός ονόματι «Μιχαήλ Άγγελος» (επειδή παρέμενε ανενεργός μέχρι τις 6 Μαρτίου, ημέρα γενεθλίων του καλλιτέχνη της Αναγέννησης) θα μπορούσε να πλήξει 5 εκατομμύρια Αμερικάνους. Στην πραγματικότητα λιγότεροι από 100.000 υπολογιστές επηρεάστηκαν, όμως οι πωλήσεις της McAfee εκτοξεύτηκαν στα ύψη!
Η επιχειρηματική στρατηγική του Μακάφι αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδής. Το 1992, η McAfee Associates μπήκε στο NASDAQ αντλώντας 80 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Μακάφι παντρεύτηκε την δεύτερη γυναίκα του, Τζούντι, και το ζευγάρι ξεκίνησε τη νέα του ζωή στη Σίλικον Βάλεϊ. Το 2000, ο Μακάφι άνοιξε ένα στούντιο γιόγκα στο Κολοράντο, και για κάμποσα χρόνια έζησε μια σχετικά ήρεμη ζωή, χωρίς σκάνδαλα. Αργότερα όμως στη ζωή του, οι παρανοϊκές ιδέες του θα άρχιζαν να ενισχύονται, ιδίως προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ που ο Μακάφι πίστευε ότι τον είχε βάλει στο μάτι.
Το 2009 ο Μακάφι είχε ήδη πουλήσει πολλά από τα περιουσιακά του στοιχεία, έχοντας χτυπηθεί από την οικονομική κρίση και έχοντας κουραστεί από τον μέχρι τότε τρόπο ζωής του. Επίσης είχε χωρίσει από το δεύτερη σύζυγό του. Ένα περιουσιακό στοιχείο που κράτησε πάντως ήταν μια αχανής έκταση με ακίνητο που είχε αγοράσει στην Μπελίζ το 2008. Μετακόμισε εκεί τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, ο Μακάφι έκοψε τους δεσμούς με αυτό που αποκαλούσε «καλή κοινωνία». Έκανε παρέα κυρίως με ντόπιους και σύχναζε σε ένα μπαρ ονόματι «Lover’s», που ήταν επίσης και οίκος ανοχής. Εκεί έλεγε ότι αισθανόταν σαν στο σπίτι του. Παρόλο που διατηρούσε σχέση με την Τζένιφερ Ίργουιν, ο ιδιοκτήτης του «Lover’s» το 2010 του γνώρισε μια 16χρονη κοπέλα. Μέσα σε έναν μήνα από τη γνωριμία ξεκίνησε ο ερωτικός δεσμός τους, και ο 66χρονος Μακάφι άρχισε να της χτίζει ένα μπανγκαλόου στο οικόπεδό του. Η κοπέλα, που ονομάζεται Έιμι Έμσγουίλερ έδωσε συνέντευξη στο Wire το 2012. Εκεί παραδέχτηκε ότι ήθελε να ληστέψει τον Μακάφι, τον οποίο θεωρούσε έναν «ηλίθιο εκατομμυριούχο».
Το 2013, σύμφωνα με την Daily Mail, ο Μακάφι είχε φτάσει να συζεί με ένα «χαρέμι» επτά γυναικών. Σε φωτογραφίες που δημοσίευσε αποκλειστικά η εφημερίδα ο Μακάφι εμφανιζόταν ημίγυμνος να αγκαλιάζει κάποιες από αυτές, κρατώντας ένα δόρυ.
Μια υπόθεση δολοφονίας και η γνωριμία με την 3η του σύζυγο
O Μακάφι γνώρισε την τρίτη σύζυγό του, μια ιερόδουλη ονόματι Τζάνις Ντάισον, το 2012. Το ζευγάρι παρέμεινε παντρεμένο μέχρι τον θάνατό του.
Αν επιδείκνυε μια τάση για μπλεξίματα, ο Μακάφι ουσιαστικά δεν είχε νομικά προβλήματα μέχρι το 2012, όταν χαρακτηρίστηκε «πρόσωπο ενδιαφέροντος» στην υπόθεση δολοφονίας ενός γείτονά του στη Μπελίζ, του Γκρέγκορι Φολ. Ο Φολ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με μια σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι του. Οι Αρχές της Μπελίζ έβαλαν στο μικροσκόπιο τον μεγιστάνα επειδή τσακωνόταν συχνά με τους γείτονές του εξαιτίας των άγριων σκυλιών που «φρουρούσαν» την έκταση με το συγκρότημα κατοικιών του.
Για να αποφύγει τον εντοπισμό του, χρησιμοποίησε έναν «σωσία», όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος. Ο «σωσίας» συνελήφθη, όμως ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει στη Γουατεμάλα. Εκεί συνελήφθη και εκδόθηκε στις ΗΠΑ, μετά από αίτημα της Μπελίζ. Ενώ βρισκόταν στο Μαϊάμι περιμένοντας να του απαγγελθούν κατηγορίες (κάτι που δεν έγινε ποτέ, αν και τον μήνυσε η οικογένεια του θύματος) γνώρισε την Ντάισον σε ένα μπαρ και την προσέλαβε για να περάσει μαζί του τη νύχτα. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας σχέσης που θα κατέληγε στο «τρίτο στεφάνι» για τον μεγιστάνα.
Άλλοι νομικοί μπελάδες και «θεωρίες συνωμοσίας»
Το 2015, εις βάρος του Μακάφι ασκήθηκε δίωξη για οδήγηση υπό την επήρρεια ουσιών. Ωστόσο τα μεγάλα νομικά του προβλήματα ξεκίνησαν το 2019. Τότε ανακοίνωσε ότι το έσκασε από τις ΗΠΑ επειδή ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του (και άλλα στελέχη της αποτυχημένης προεκλογικής του καμπάνιας) για φοροδιαφυγή. Ο Μακάφι δεν είχε κρύψει ποτέ ότι δεν πλήρωνε φόρους στις ΗΠΑ και είχε τονίσει επανειλημμένα ότι «δεν πιστεύει στο υπάρχον σύστημα».
Ο Μακάφι και η Τζάνις ξεκίνησαν να ταξιδεύουν στην Καραϊβική με το Freedom Boat του μεγιστάνα και ο Μακάφι ξεκίνησε να κάνει κάποιες αλλόκοτες ανακοινώσεις, απειλώντας να «ξεμπροστιάσει» τους διεφθαμένους αξιωματούχους των ΗΠΑ που τον καταδίωκαν άδικα. Αν και διατηρούσε επικοινωνία με τα ΜΜΕ και τους φαν του στα social media, πάντα φρόντισε να αποκρύπτει την τοποθεσία όπου βρισκόταν. Σε μια περίπτωση, ο Μακάφι είχε ισχυριστεί ότι ένας από τους «σωσίες» που χρησιμοποιούσε σε τηλεσυσκέψεις «εξαφανίστηκε» πηγαίνοντας να εκφωνήσει μια ομιλία εκ μέρους του στη Βαρκελώνη. «Κανείς δεν έχει νέα του. Δεν πιστεύω στις θεωρίες συνωμοσίας αλλά ούτε και στις συμπτώσεις. Θα έφτανε τόσο μακριά η Αμερική για να μου κλείσει το στόμα;» είχε διερωτηθεί ο Μακάφι.
«Αν συλληφθώ ή εξαφανιστώ, 31+ terrabyte ενοχοποιητικών δεδομένων θα διαρρεύσουν στον Τύπο», είχε γράψει ο μεγιστάνας σε πρόσφατο tweet, κάνοντας λόγο για «διαφθορά που φθάνει πολύ βαθια» στις ΗΠΑ.
Τον Ιούλιο του 2019 έγραψε σε tweet ότι τον είχεν συλλάβει στο σκάφος του στη Δομινικανή Δημοκρατία. Υπήρχαν υποψίες ότι μαζί με άλλα πέντε άτομα ταξίδευαν μεταφέροντας όπλα, πυρομαχικά και στρατιωτικές στολές. Αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Το 2020, εμφανίστηκε στη Νορβηγία, ισχυριζόμενος ότι συνελήφθη επειδή φορούσε ένα στρίνγκ αντί για μάσκα κατά της COVID-19. Τον Οκτώβριο του 2020, συνελήφθη στην Ισπανία και τέθηκε υπό κράτηση. Βρισκόταν ακόμα στη φυλακή όταν εισαγγελείς στις ΗΠΑ του άσκησαν δίωξη για την παράνομη πρακτική «pump and dump» που έχει να κάνει με κρυπτονομίσματα. Το υπουργείο Δικαιοσύνης ισχυρίστηκε ότι «φούσκωνε» επίτηδες την τιμή ενός κρυπτονομίσματος τουιτάροντας για αυτό, με μοναδικό σκοπό να το πουλήσει όταν θα κορυφωνόταν το ενδιαφέρον. Ο ίδιος αρνήθηκε την ενοχή του ισχυριζόμενος ότι η μοναδική πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει του followers του και επιμένοντας ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη.
Ο Μακάφι έγραψε σε tweet το 2020 ότι έχει 47 παιδιά και δεκάδες εγγόνια και δισέγγονα, και χαρακτήρισε τους απογόνους του «τεμπέληδες». Δημοσίως δεν έχει αναγνωριστεί κανένα παιδί. Η τρίτη σύζυγός του – και πλέον χήρα του – εξέδωσε μια ανακοίνωση την περασμένη Κυριακή, Ημέρα του Πατέρα, στην οποία ανέφερε ότι οι διεφθαρμένες Αρχές των ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να πεθάνει ο άνδρας της στη φυλακή. «Χρονιά πολλά, πατέρα πολλών και αγαπημένε λίγων» έγραφε στην ανάρτησή της η Τζάνις, της οποίας η τοποθεσία παραμένει άγνωστη.
protothema