Μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1904 στην Αθήνα. Η σκηνή τον έλκυε από παιδί και το ταλέντο του ήταν πηγαίο. Δεν σπούδασε υποκριτική, ήταν, όμως, ένας ηθοποιός ενστικτώδης και πληθωρικός.
ADVERTISEMENT
Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του Βασίλη Αυλωνίτη εγκατέλειψε την οικογένειά του για μια άλλη γυναίκα. Μαζί με την μητέρα του και τον αδελφό του πέρασαν πολύ δύσκολες στιγμές. Ο Βασίλης Αυλωνίτης πριν τελειώσει το Δημοτικό βγήκε στην βιοπάλη κι έκανε θελήματα για να βοηθήσει οικονομικά την μητέρα του.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1924 στην οπερέτα του Χατζηαποστόλου “Το κορίτσι της γειτονιάς”. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στον θίασο της Ελένης Ζαφειρίου με το έργο “Ερωτικές γκάφες”. Το 1928 έφτιαξε δικό του θίασο με τον όνομα “Κρίνονα” και στράφηκε προς την επιθεώρηση.
Στις 22 Αυγούστου του 1931 σε μια παράσταση στο Θέατρο Περοκέ μόλις βγήκε στη σκηνή ο Αυλωνίτης για να παίξει το σκετς του, που αφορούσε κάποια πολιτικά πρόσωπα, τέσσερις θεατές όρμησαν στη σκηνή κι ένας από αυτούς πυροβόλησε τον ηθοποιό. Για καλή του τύχη δεν τον πέτυχε, σκοτώθηκε όμως ένας τεχνικός του θεάτρου.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1929 στην ταινία “Μαρία Πενταγιώτισσα”. Έπαιξε σε περισσότερες από 80 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην προσωπική του ζωή, ο Βασίλης Αυλωνίτης έκανε δύο γάμους. Την πρώτη του γυναίκα την έλεγαν Πόπη. Την παράτησε όμως όταν ερωτεύθηκε μια θαυμάστριά του, με την οποία ταξίδεψε στη Γαλλία. Εκεί, γνώρισε μια Γαλλίδα, την Γιογιό. Τότε, άφησε την θαυμάστρια του και παντρεύτηκε την Γιογιό με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Ελένη και τον Γιάννη.
Ο Βασίλης ήταν τακτικός θαμώνας στον ιππόδρομο. Το πάθος του για τον τζόγο τον ανάγκασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του να επιδιώκει ακόμη και μικρούς ρόλους, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην.
Ο μεγάλος κωμικός άφησε την τελευταία του πνοή από οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού σε ηλικία 66 ετών. Ήταν 10 Μαρτίου του 1970.
Η περιπέτεια του Βασίλη Αυλωνίτη με θαυμάστριά του
Καθώς ο πατέρας του Αυλωνίτη εγκατέλειψε την οικογένεια σε πολύ μικρή ηλικία, ο ηθοποιός αναγκάστηκε πριν τελειώσει το Δημοτικό να βγει στο μεροκάματο κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού: έφτιαχνε τσάντες, έραβε πορτοφόλια, κουβαλούσε μπαούλα.
Όμως, η μοίρα και η αγάπη του προς το θέαμα τον οδήγησε στο θέατρο «‘Εντεν» όπου δούλευε κάθε βράδυ, ως βοηθός σκηνικών, χωρίς να πληρώνεται. Οι ηθοποιοί τον συμπάθησαν από την πρώτη στιγμή, επειδή τους έκανε να γελάνε και όλοι μαζί πήγαιναν μετά την παράσταση σε παρακείμενο ταβερνάκι για κρασί και φαγητό. Εκεί ξεδίπλωνε κάθε βράδυ το υποκριτικό του ταλέντο κάνοντας γκριμάτσες και λέγοντας αστεία. Ένα βράδυ ο θεατρώνης Σκούρας για πλάκα τον έσπρωξε στη σκηνή. Εκείνος τα έχασε, αλλά άρχισε να κουνά τα χέρια και τα πόδια του και να κάνει γκριμάτσες – το κοινό αμέσως, τον υποδέχτηκε γελώντας μέχρι δακρύων.
Ο καρδιοκατακτητής
Κάπως έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη καλλιτεχνική πορεία στο θέατρο και μετέπειτα στον κινηματογράφο, όπου με τις ατάκες του γελάμε ακόμα και σήμερα. Βέβαια στις ταινίες του τον γνωρίσαμε πιο ευτραφή και με λιγοστά μαλλιά, μια εικόνα τελείως διαφορετική από εκείνη που είχε όταν ήταν νέος. Όσοι τον γνώριζαν λένε ότι ήταν μεγάλος γόης της εποχής και καρδιοκατακτητής. Σπάνια όμως, μιλούσε για την προσωπική του ζωή και φρόντιζε να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα κουτσομπολιά. Ωστόσο, μια φορά απασχόλησε την κοινή γνώμη, ύστερα από ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος», που τον ενέπλεκε σε ερωτικό σκάνδαλο, τον Νοέμβριο του 1931.
Το σκάνδαλο
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ηθοποιός εκείνη την περίοδο έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» στο θέατρο Περοκέ και κάθε βράδυ λάμβανε λουλούδια, δώρα και γλυκίσματα από ανώνυμη θαυμάστριά του. Ο ηθοποιός ήταν παντρεμένος με την Πόπη, που δούλευε στον θίασο ως μπαλαρίνα. Κρατούσε κρυφά τα δώρα που λάμβανε από τη θαυμάστριά του, διότι η τότε σύζυγός του ήταν πολύ ζηλιάρα. Όμως, κάποιο βράδυ σημειώθηκε ένα αναπάντεχο περιστατικό, το οποίο οδήγησε και στην αποκάλυψη της άγνωστης, μέχρι τότε, θαυμάστριάς του.
Η εφημερίδα ανέφερε ότι άφησε ένα γράμμα στην σύζυγό του Πόπη, στο οποίο έγραφε: «Η μοίρα, μου έριξε μπροστά μου μια γυναίκα που με λατρεύει, μια γυναίκα που θα με κάνει μεγάλο, μια γυναίκα που θα με χωρίσει βέβαια από σένα, αλλά θα με υποστηρίξει. Μη ζητήσεις να μάθεις περισσότερα…», και κατέληγε με τον χαιρετισμό: «Γεια σου για πάντα, Βασίλης». Λίγες μέρες μετά το γράμμα εκείνο, στις 14 Νοεμβρίου, ο ηθοποιός αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά με προορισμό τη Μασσαλία και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, η Πόπη ήταν «έξω φρενών με την χήραν, που χάλασε ένα τόσο ταιριασμένο θεατρικό ανδρόγυνο».