Ο Βασίλης γεννήθηκε στην Αθήνα, την 16 Ιουνίου 1953 -) και είναι Έλληνας ηθοποιός. Ξεκίνησε την καριέρα του πλάι στην Έλλη Λαμπέτη, στην ταινία Το τελευταίο ψέμα, όταν ήταν 4 χρονών. Πολύ σύντομα καθιερώθηκε σε χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους (και πρώτους ρόλους σε ταινίες της Μαρίας Πλυτά όπως Λουστράκος, Εμποράκος). Αργότερα πέρασε στο θέατρο. Το 1985 ήταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας Πήρες πτυχίο. Συμμετείχε συνολικά σε 117 ταινίες, όχι μόνο ελληνικές αλλά και ξένες.
Έμεινε στην ιστορία ως το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου. Το 2010, ο Βασίλης Καΐλας αποφάσισε να κατέβει σαν υποψήφιος δήμαρχος στο Λαγονήσι, ενώ ήταν δημοτικός σύμβουλος. Τον Νοέμβριο του 2013 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του, το οποίο ονόμασε “Ένα παιδί μετράει τα πλάνα”, εμπνευσμένος από το έργο του Μενέλαου Λουντέμη “Ένα παιδί μετράει τα άστρα”. Σε αυτό το βιβλίο ανέλυσε την ζωή του αλλά και το έργο και τη συμβολή του στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση.
Ωστόσο, μεγαλώνοντας δεν ακολούθησε την καριέρα του ηθοποιού, γράφοντας ένα βιβλίο για την ζωή του πριν από 6 χρόνια με τίτλο «Ένα παιδί μετράει τα πλάνα» όπου εξιστορεί την ζωή του, ξετυλίγοντας 30 χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και προσδοκώντας να μεταφέρει τον αναγνώστη στον χαμένο ρομαντισμό εκείνης της εποχής.
Η Έλλη Λαμπέτη ήταν η γυναίκα που τον μύησε στην υποκριτική
Η ιστορία του Βασιλάκη ξεκίνησε ξαφνικά. Από τη μία στιγμή στην άλλη. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, το 1957, είχα την τύχη να μένω με τους γονείς μου στην ίδια πολυκατοικία με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν. Μια μέρα, καθώς έπαιζα στην είσοδο της πολυκατοικίας, άνοιξα την πόρτα για να μπει ένας κύριος είχε πει ο ηθοποιός.
Ήταν ο Κακογιάννης που είχε έρθει από το εξωτερικό για να γυρίσει την ταινία “Το τελευταίο ψέμα”. Με πλησίασε, με ρώτησε πως με λένε και ανέβηκε έπειτα στο διαμέρισμα της Λαμπέτη» θυμάται ο Βασίλης Καΐλας και συνεχίζει:
«Εκεί, της είπε ότι συνάντησε στην είσοδο ένα αγοράκι, το οποίο ήθελε να παίξει στην ταινία που ετοίμαζαν. Της είπε ότι ήμουν κάτι ξεχωριστό. Έτσι κατέβηκαν μαζί κάτω, με βρήκαν και πήγαμε στον πατέρα μου για να του μιλήσουν. Τον έπεισαν κι έτσι έπαιξα για πρώτη φορά στο “Τελευταίο ψέμα”
Ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και δεν καταλάβαινα τι έκανα. Μου έλεγαν θα πεις αυτό, με αυτό τον τρόπο και το έκανα, καθώς έτσι διασκέδαζα» λέει και προσθέτει: «Έπειτα ήρθε ένας μικρός ρόλος, ο ρόλος του μικρού Αργύρη στο “Η κυρά μας η μαμή” με τη Γεωργία Βασιλειάδου, που κλήθηκε για να με ξεματιάσει» συνεχίζει χαμογελώντας και βυθίζεται στις αναμνήσεις του.
«Ωραία χρόνια, και ανέμελα. Είχα την τιμή να δουλέψω με μεγάλους ηθοποιούς, μεγαθήρια, που δυστυχώς “έφυγαν”. Θυμάμαι τα γυρίσματα της ταινίας “Μανταλένα”, όπου έπαιζα τον αδελφό της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Στο νησί τότε δεν υπήρχε ρεύμα, τα γυρίσματα ήταν εξαντλητικά, αλλά είχα δίπλα μου έναν μεγάλο κύριο. Τον ηθοποιό Παντελή Ζερβό που έπαιζε τον παπά.
Είχε λατρεία με το ψάρεμα και κάθε πρωί πριν από το γύρισμα ντυνόταν με τα ράσα, έβαζε τα γένια και πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα μέχρι να έρθει η ώρα μας. Ντυνόταν για να είναι έτοιμος… Ψαρεύαμε με κλωστή και παραμάνα… Έπειτα ήρθε η ταινία που έγινα πολύ γνωστός, ο “Λουστράκος”. Τότε ήμουν επτά ετών και θυμάμαι ακόμη και σήμερα τα απαιτητικά και κουραστικά γυρίσματα».
Έγινα γνωστός και οι άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εγώ δεν ήθελα δημοσιότητα. Ήμουν μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά που γίνονταν. Ήθελα την ησυχία μου. Με έβλεπαν στο δρόμο με τους γονείς μου και έλεγαν “ο κακόμοιρος ο Βασίλης”.
Ο κόσμος τότε πείναγε, μιλάμε για φτώχεια και σε κάθε ταινία ταυτιζόταν και με έναν ηθοποιό» λέει και συνεχίζει: «Τότε η κλάψα ήταν ο καθρέφτης της κοινωνίας. Έβλεπαν στην ταινία το φτωχό αγόρι, τον Βασιλάκη Μάρα να δουλεύει λουστράκος για ένα πιάτο φαΐ και τον αγώνα του να σπουδάσει για να γίνει γιατρός κι έπαιρναν παράδειγμα για να κάνουν το ίδιο».
Μάλιστα, όπως μας αποκάλυψε, πριν από μερικά χρόνια όταν πήγε στο σχολείο της κόρης του για να ρωτήσει τον καθηγητή της πώς πάει στα μαθήματα, με έκπληξη άκουσε να του λέει ότι έγινε καθηγητής χάρη σε αυτή την ταινία. «Απίστευτο και όμως αληθινό. Πήρε κουράγιο από την ταινία, πάλεψε και τα κατάφερε. Σήμερα όμως πια, δεν ξέρω αν υπάρχει καθρέφτης.Όλα είναι πλέον διαφορετικά. Τότε υπήρχε αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Τους ένωνε ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη ζωή.
«Σκέφτηκα τότε να φύγω μετά από παρότρυνση του θείου μου και να πάνω στην Ελβετία όπου θα μάθαινα τη δουλειά του ωρολογοποιού και να αναλάμβανα έπειτα το μαγαζί του. Το είπα στον πατέρα μου και τότε εκείνος μου είπε να κάνω ό,τι θέλω. Αλλά προτού αποφασίσω να ανέβω στο πατάρι και να πετάξω όλο το υλικό που είχε μαζέψει εκείνος από την καριέρα μου… “Εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να το κάνω. Αν θέλεις, πέταξέ τα εσύ” μου είπε και τρελάθηκα. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω…»
Ο Βασίλης Καΐλας, ο λούστρος των παλιών ελληνικών ταινιών, έγινε παππούς
Ο ηθοποιός μοιράζεται συχνά φωτογραφίες στα social media με την οικογένειά του και δεν κρύβει πως έχει μεγάλη αδυναμία στην μονάκριβη κόρη του, την Μαριαλένα, η οποία πριν από 9 μήνες απέκτησε το πρώτο της παιδί. Μιλώντας για την νέα του εμπειρία ως παππούς, ο Βασίλης Καΐλας, είχε πει: «Το συναίσθημα αυτό δεν μπορώ να το περιγράψω σε όποιον δεν το έχει ζήσει. Είμαι χαζοπαππούς και δεν το κρύβω. Παίρνω τον εγγονό μου, πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα και κάνω πράγματα μαζί του που μέχρι τώρα ούτε σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να τα κάνω». Αποκάλυψε επίσης πως το όνομά του εγγονού του είναι Σπύρος.
Πάντα φοβόμουν να φλερτάρω δημοσίως
Ο Βασίλης Καΐλας βέβαια έχει επιλέξει να κρατά την προσωπική και οικογενειακή του ζωή σε χαμηλούς τόνους, αυτή τη φορά αποφάσισε να κάνει μια εξαίρεση και να μοιραστεί τη χαρά του με τον κόσμο. Όπως έχει αποκαλύψει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, μπορεί η κινηματογραφική του ζωή να ήταν κατά κανόνα… αξιολύπητη, όμως στην προσωπική ζωή του δηλώνει ευτυχής: «Ευτυχώς η ζωή μού τα ’φερε μια χαρά. Δόξα τω Θεώ. Έχω μια υπέροχη κόρη και μια υπέροχη γυναίκα, την Άννα. Το αστείο είναι ότι πάντα φοβόμουν να φλερτάρω λόγω δημοσιότητας. Πίστευα ότι οι γυναίκες δεν γνωρίζουν τον Βασίλη Καΐλα, αλλά τον Βασιλάκη των ταινιών. Ευτυχώς, η γυναίκα μου δεν ήξερε τι δουλειά έκανα καθώς δεν έβλεπε ταινίες. Όταν το κατάλαβε, ήταν αργά. Την είχε πατήσει».
Εμείς, του ευχόμαστε να απολαμβάνει τις ήρεμες οικογενειακές στιγμές για πολλά πολλά χρόνια.