Από το Λονδίνο των 80s στη Σπιναλόγκα, η συγγραφέας μιλάει για την Ελλάδα που αγάπησε, την καλοσύνη που τη χαρακτηρίζει και το Brexit που την πλήγωσε. Α, και για τη Θεσσαλονίκη όπου θα παρευρεθεί ως ambassador της Αγοράς στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ.
Όταν τη γνωρίσεις, θα σε κερδίσει ακαριαία. Η Βικτόρια Χίσλοπ, η «δική» μας Βικτόρια είναι ένας γλυκός προσηνής άνθρωπος, που έχτισε τη ζωή του με μεγάλο κόπο και επιμονή, που πέτυχε χωρίς να έχει δεδομένες πλάτες, που έμαθε να σέβεται τον συνάνθρωπο, που λειτουργεί πάντα με γνώμονα τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη. Εχει υπάρξει κομμάτι τη τρέλας του Λονδίνου των 80s, άριστη φοιτήτρια της Οξφόρδης και μεγαλοστέλεχος διαφημιστικής. Μέχρι να κατασταλάξει στην αληθινή αγάπη, αυτή της συγγραφής των βιβλίων που τόσο έχουμε αγαπήσει.
Eσείς στη Θεσσαλονίκη. Ας ξεκινήσουμε από αυτό…
Στη Θεσσαλονίκη γίνονται δύο πράγματα που με αφορούν. Το πρώτο ήταν η αβάν πρεμιέρ του θεατρικού από το βιβλίο που έχω γράψει, «Το νησί της Μαρίας», το οποίο είναι εμπνευσμένο από το «Νησί» και προσαρμοσμένο για παιδιά. Ήταν φοβερή εμπειρία να βλέπεις πρώτη φορά επί σκηνής κάτι που έχεις γράψει. Η σεναριογράφος κατάφερε μάλιστα να το κάνει πολύ ελκυστικό για τα παιδιά που θα το παρακολουθούσαν. Κάποια δύσκολα θέματα, όπως ο θάνατος, έχουν αποδοθεί με έναν ήπιο και γλυκό τρόπο, κάτι που βρήκα πολύ συγκινητικό. Η παράσταση θα παιχτεί και σε διάφορα σχολεία στη Βόρεια Ελλάδα. Η πρώτη προβολή έγινε στο «Ολύμπιον», στην πλατεία Αριστοτέλους, και οι δάσκαλοι αλλά και τα παιδιά που βρέθηκαν εκεί ήταν πολύ χαρούμενοι, τους άρεσε πολύ.
Το δεύτερο πράγμα είναι για το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου θα παρευρεθώ ως ambassador της Αγοράς, του αναπτυξιακού τμήματος του Φεστιβάλ. Θα παρουσιαστούν προτάσεις ταινιών όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από άλλες βαλκανικές χώρες, οι οποίες χρειάζονται χρηματοδότηση. Θα μιλήσω με διάφορους νέους δημιουργούς και θα προσπαθήσω να τους ενθαρρύνω.
Έχετε αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τη χώρα μας και είστε ένας πολύ ζεστός άνθρωπος, παρ’ όλα όσα λέγονται για την ψυχρότητα των Αγγλων. Μήπως τελικά αυτός είναι ένας μύθος;
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των βόρειων και των νότιων λαών αλλά δεν έχει να κάνει με την ψυχή τους. Κυρίως έχει να κάνει με την ιστορία τους – οι βόρειοι έμαθαν να ακολουθούν τους κανόνες και γι’ αυτό ίσως φαίνονται κάπως πιο «στεγνοί». Εγώ νιώθω πολύ τυχερή, που μπορώ να έχω το ένα πόδι μου στη μία χώρα και το άλλο στην άλλη. Εδώ στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, οι άνθρωποι έχουν αρκετές δυσκολίες αλλά μου αρέσει να κρατάω το ρομαντικό κομμάτι της. Στην Αθήνα επικρατεί ένα χάος στους δρόμους και βλέπεις πολλές φορές ότι λείπει ο σεβασμός -και αυτό με πονάει. Στη Θεσσαλονίκη και στα νησιά, η ζωή είναι πιο γλυκιά. Το τοπίο αλλάζει την ψυχολογία των ανθρώπων. Επίσης είμαι τυχερή γιατί ταξιδεύω πολύ, δεν είμαι στάσιμη σε ένα μέρος.
Γιατί, πιστεύετε ότι η Αγγλία έφυγε από την Ευρωπαϊκή Ενωση;
Θεωρώ ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος και δεν έχω συναντήσει πρόσφατα κανέναν άνθρωπο από την Αγγλία, ο οποίος να πει ότι αυτή ήταν μια καλή ιδέα. Ήταν ένα ψέμα από τους πολιτικούς πως οι Αγγλοι μετά από αυτή την κίνηση θα βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση όπως και τα νοσοκομεία τους θα ήταν καλύτερα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Τα ταξίδια έγιναν πιο δύσκολα, οι φοιτητές δεν έχουν πλέον τις ίδιες δυνατότητες να πάνε να σπουδάσουν σε μια άλλη χώρα, οι εισαγωγές προϊόντων έχουν μεγαλύτερο κόστος. Το Λονδίνο ήταν και παραμένει ένα πολυπολιτισμικό μέρος. Στα βόρεια του Ηνωμένου Βασιλείου, όμως, όπου οι άνθρωποι δεν είναι πολύ ανοιχτόμυαλοι, πίστευαν ότι έπρεπε να σταματήσουν να έρχονται μετανάστες. Φοβόντουσαν ότι θα τους πάρουν τις δουλειές και τώρα δεν έχουν ανθρώπους να δουλέψουν. Ήταν ένα μεγάλο λάθος.
Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στο Λονδίνο και έχω μια αδελφή. Τώρα έχουν προστεθεί άλλος ένας αδελφός και μια αδελφή από τον δεύτερο γάμο του πατέρα μου. Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου δεν δούλευε -οι μητέρες εκείνα τα χρόνια, τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, δεν δούλευαν. Ο πατέρας μου στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ήταν δημοσιογράφος και μετά μπήκε στον χώρο της διαφήμισης. Όταν ήμουν παιδί κατάλαβα ότι οι γονείς μου δεν ήταν ένα χαρούμενο ζευγάρι, οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν πολύ καλές, αλλά συνέχισαν να είναι μαζί γιατί τότε ένα διαζύγιο αποτελούσε μεγάλο στίγμα. Ο πατέρας μου έφευγε συχνά και έτσι εγώ μεγάλωσα περισσότερο με την αδερφή μου, τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, που είχε έρθει και έμεινε μαζί μας. Ήμασταν τέσσερις γυναίκες, δεν υπήρχε καμία διαμάχη και ήταν πολύ ωραία.
Ήταν πλούσια η οικογένειά σας;
Όχι, καθόλου πλούσια δεν ήταν, αλλά ούτε και φτωχή. Η μητέρα μου δεν είχε αυτοκίνητο και έκανε τις δουλειές της με το ποδήλατο, ενώ εγώ και η αδερφή μου περπατούσαμε 45 λεπτά κάθε μέρα για να πάμε στο σχολείο. Σε μένα αυτό όμως φαινόταν κανονικό, δεν με πείραζε. Τα ρούχα μας ήταν τόσα όσα έπρεπε. Είχαμε ένα μόνο φόρεμα για κάθε εποχή. Εξάλλου, εκείνη η περίοδος δεν ήταν υλιστική ακόμα. Όταν γεννήθηκα, το 1959, δεν υπήρχαν καν διαφημίσεις στην τηλεόραση, και είχαμε μόνο ένα κανάλι, το BBC. Αργότερα, που προστέθηκε κι άλλος σταθμός, η μητέρα μου δεν ήθελε να τον παρακολουθούμε -μόνο το BBC μας άφηνε! Δεν ξέραμε, λοιπόν, πολλά πράγματα για τον κόσμο παρά μόνο για τη μικρή γειτονιά μας. Το φαγητό μας ήταν πολύ απλό. Την Κυριακή τρώγαμε ψητό κοτόπουλο στον φούρνο και μια φορά την εβδομάδα είχαμε κιμά με πατάτες και καρότα. Κυριολεκτικά τα λέω αυτά. Δεν υπήρχαν πίτσες και μπέργκερ. Τα βράδια διαβάζαμε, η τηλεόραση δεν άνοιγε. Τα καλοκαίρια εγώ και η αδερφή μου παίρναμε τα ποδήλατα και πηγαίναμε στο πάρκο ή στο ποτάμι για βόλτες -ήταν μια τόσο αθώα περίοδος.
Τι σπουδάσατε;
Στο λύκειο που πήγαινα, ήμασταν μόνο κορίτσια. Οι βαθμοί μου ήταν πολύ καλοί και έτσι κατάφερα να μπω στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου σπούδασα φιλολογία. Τότε η φοίτηση στα πανεπιστήμια ήταν δωρεάν -και ευτυχώς, γιατί οι γονείς μου δεν θα είχαν χρήματα για κάτι τέτοιο. Επίσης, αν προερχόσουν από φτωχή οικογένεια, το κράτος πλήρωνε όλα σου τα έξοδα -στέγη, φαγητό, βιβλία- και έτσι δεν είχα το άγχος ότι η οικογένειά μου θα έπρεπε να με βοηθήσει. Εκεί ήταν μία εντελώς καινούργια ζωή. Το σοκ για μένα ήταν ότι αν και στο Λύκειο ήμουν η πρώτη μαθήτρια της τάξης, εκεί ήταν όλοι πάρα πολύ έξυπνοι και ήμουν… σχεδόν τελευταία! Επίσης πολλοί προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες -είχαν ακόμα και δικό τους αυτοκίνητο. Δεν ήταν όμως κάτι που με πείραζε. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια, το μέρος ήταν υπέροχο και οι σπουδές, φυσικά, καταπληκτικές. Νιώθω πολύ τυχερή που σπούδασα εκεί, ήταν ένα μοναδικό προνόμιο και έτσι το έχω στο μυαλό μου από τότε μέχρι σήμερα ακόμα.
Τι κάνατε στη συνέχεια, μετά την αποφοίτησή σας από εκεί;
Ολα τα κορίτσια σκεφτόμασταν να ασχοληθούμε με τις εκδόσεις βιβλίων, εξάλλου δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι άλλο να κάνουμε. Κι αυτό έκανα. Πήγα να δουλέψω σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο, όπου όμως έκατσα δύο χρόνια μόνο, γιατί ο μισθός μου δεν ήταν και πολύ καλός. Αναγκαζόμουν τα Σάββατα να δουλεύω και στο Selfridges, στο τμήμα τυριών συνήθως, για να βγάζω κάποια παραπάνω χρήματα. Οταν σχολούσα το απόγευμα, πήγαινα με το τρένο να δω τη μητέρα μου. Οι γονείς μου είχαν πλέον χωρίσει τότε και η μητέρα μου είχε δεσμό με έναν Γάλλο σεφ, ο οποίος είχε ανοίξει εστιατόριο κάπου έξω από το Λονδίνο και είχαν μετακομίσει εκεί. Αυτό είναι άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, γιατί τελικά άρχισα να δουλεύω εκεί και ως σερβιτόρα, περίπου μέχρι τα 24 μου. Μετά έπιασα δουλειά στον τομέα της διαφήμισης, στο κομμάτι των δημοσίων σχέσεων, όπου ήταν περισσότερα και τα χρήματα που έπαιρνα και έτσι κατάφερα να αφήσω το Selfridges. Ημασταν τότε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και το Λονδίνο άνθιζε. Η εταιρεία μου μου είχε δώσει δικό μου αυτοκίνητο, μια BMW, όπως και δική μου θέση πάρκινγκ. Αγόρασα και διαμέρισμα και γενικά τα πήγαινα πάρα πολύ καλά. Ο περισσότερος κόσμος όμως περνούσε καλά τότε -το Λονδίνο εκείνη την εποχή ήταν μια φανταχτερή αλλά και πολύ δημιουργική πόλη. Φυσικά αυτό έφερε και μια υπερβολική αγάπη των ανθρώπων προς τα υλικά αγαθά, κάτι το οποίο είχε και τις αρνητικές του συνέπειες.
Είχατε κάποιον σύντροφο τότε;
Ναι, είχα ήδη γνωρίσει τον Ιαν στο πανεπιστήμιο, μετέπειτα σύζυγό μου, και έτσι αυτό το θέμα ήταν ήδη λυμένο! Είμαστε πλέον μαζί πάνω από 40 χρόνια. Ο Ιαν ήταν τότε δημοσιογράφος.
Ησασταν μέσα στα πράγματα λοιπόν!
Ναι, ναι! Ο τομέας της διαφήμισης ήταν πολύ δυνατός και έφερνε πολλά χρήματα. Και ισχύ και γνωριμίες. Το αφεντικό μου τότε, ο Tim Bell, ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους της Μάργκαρετ Θάτσερ και υπεύθυνος για την αλλαγή της δημόσιας εικόνας της -κάτι πολύ σημαντικό.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη Μάργκαρετ Θάτσερ;
Τη θαύμαζα, γιατί εκείνη την εποχή τουλάχιστον ήταν η πρώτη δυναμική γυναίκα στο πολιτικό σκηνικό της Αγγλίας, καταφέρνοντας μάλιστα να κερδίσει τον σεβασμό και εκτός χώρας. Από την άλλη, ήταν αδίστακτη σε πολλά θέματα, όπως στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τα σωματεία εργαζομένων και άλλα.
Έκλαψα πάρα πολλές φορές όταν το έγραφα. Οχι μόνο με το «Νησί» αλλά και για τα θέματα άλλων βιβλίων μου, όπως για τον εμφύλιο στην Ισπανία και άλλα συνταρακτικά γεγονότα.
Πότε ήρθε το πρώτο σας παιδί;
Το πρώτο μου παιδί ήταν η Εμιλι και ήρθε στον κόσμο το 1990. Εκατσα μαζί με το μωρό 12 εβδομάδες, όσο ήταν τότε η άδεια τοκετού, και αμέσως μετά γύρισα πάλι στο γραφείο -κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Οι γυναίκες τότε όμως έπρεπε να αποδείξουν ότι άξιζαν τη θέση τους και δεν υστερούσαν σε τίποτα από τους άνδρες εργαζόμενους. Γρήγορα όμως σταμάτησα να δουλεύω, γιατί το μόνο που ήθελα τότε ήταν να είμαι μητέρα -κι ας είχαμε λιγότερα χρήματα. Μετά από κάνα δυο χρόνια, άρχισα να γράφω άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά -κάτι που έκανα για αρκετό καιρό. Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ και στην πραγματικότητα μου έμαθε και να γράφω. Στο μεταξύ ήρθε και το δεύτερο παιδί μου, ο γιος μου Γουίλιαμ.
Ποια ήταν η στιγμή που σκεφτήκατε να γράψετε ένα βιβλίο;
Ήταν πραγματικά μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή, τον Ιούλιο του 2001. Η Εμιλι ήταν τότε 10 και ο Γουίλιαμ 8 ετών και αποφασίσαμε να πάμε διακοπές στην Κρήτη ως οικογένεια. Για μένα δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την Ελλάδα για διακοπές. Μας άρεσαν πολύ οι παραλίες της, ήταν μια ηλιόλουστη και υπέροχη χώρα. Επίσης δεν προτιμούσα την Ισπανία, γιατί τότε πήγαιναν εκεί πάρα πολλοί Αγγλοι. Πήγαμε λοιπόν στον Αγιο Νικόλαο στην Κρήτη και εκτός από τις παραλίες, επισκεφτήκαμε και αρχαιολογικούς χώρους, όπως και τη Σπιναλόγκα. Τότε μου μπήκε η ιδέα να γράψω μια ιστορία γι’ αυτό το μέρος. Ετσι άρχισα να διαβάζω για την αρρώστια που υπήρχε τότε και ό,τι άλλο μπορούσα να βρω. Τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκα πάλι το μέρος με τη μητέρα μου και μείναμε στην Πλάκα. Για μία εβδομάδα πήγαινα καθημερινά στο νησάκι, έκανα έρευνα, έβαλα και κάποια στοιχεία φαντασίας και έτσι άρχισα να γράφω το βιβλίο. Το επόμενο βιβλίο μου το έγραψα στην Ισπανία, όπου πέρασα αρκετούς μήνες, με διαλείμματα, μετά πάλι στην Ελλάδα και έτσι συνέχισα.
Εμείς ως αναγνώστες που διαβάσαμε το βιβλίο σας, πονέσαμε για όσα διηγείστε. Εσείς έπρεπε να πάρετε μια απόσταση συναισθηματικά για να το γράψετε;
Όχι καθόλου – κι εγώ μπήκα μέσα σε αυτό συναισθηματικά για να το γράψω. Έκλαψα πάρα πολλές φορές όταν το έγραφα. Οχι μόνο με το «Νησί» αλλά και για τα θέματα άλλων βιβλίων μου, όπως για τον εμφύλιο στην Ισπανία και άλλα συνταρακτικά γεγονότα. Οσον αφορά το «Νησί», πιστεύω ότι και η σεναριογράφος του, Μιρέλλα Παπαοικονόμου, η οποία έκανε απίστευτη δουλειά, πόνεσε πολύ -ίσως περισσότερο από μένα.
Θυμάστε πώς γνωριστήκατε με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου;
Την πρώτη φορά, νομίζω ότι ήταν για το κάστινγκ, που έγινε στο σπίτι της. Πιστεύω ότι ενώ είμαστε δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες, οι χαρακτήρες μας είναι πολύ κοντά. Η Μιρέλλα είναι μια γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση, ξέρει πάντα τι είναι αυτό που θέλει να κάνει -σε αντίθεση με μένα, θα έλεγα. Ταιριάξαμε πολύ, παρότι είχαμε και τις διαφωνίες μας. Είναι φίλη η Μιρέλλα.
Νιώθω ότι είστε ένας καλός άνθρωπος. Είναι στις μέρες μας η καλοσύνη ένα ζητούμενο;
Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Η φιλοσοφία μου είναι ότι όλοι είμαστε ίσοι και κανένας δεν είναι λιγότερο σημαντικός από κάποιον άλλον. Σίγουρα κάποιοι δεν το πιστεύουν αυτό, θεωρούν ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους -αλήθεια, δεν ξέρω από πού το συμπεραίνουν αυτό. Ολοι είμαστε διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικά ταλέντα, αλλά είμαστε το ίδιο σημαντικοί σε αυτόν τον πλανήτη.