Οσο ανεβάζει ρυθμούς ο εμβολιασμός στην Ελλάδα, αυξάνονται οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες και μειώνονται οι περιορισμοί, τόσο περισσότερο φουντώνει και η συζήτηση ως προς την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, τα ενδεχόμενα προνόμια που ίσως αποκτήσουν οι εμβολιασθέντες αλλά και τους πιθανούς αποκλεισμούς από δραστηριότητες όσων αρνούνται να εμβολιαστούν.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση μεταθέτει τη συζήτηση για πιθανά προνόμια στο άμεσο μέλλον, όταν δηλαδή θα έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες να εμβολιαστούν, αυτό δεν είναι πλέον τόσο μακρινό.
Την ίδια στιγμή, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, για την οποία έχει ήδη μιλήσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ως προς τους υγειονομικούς από το προσεχές φθινόπωρο, επανήλθε μάλλον …«επιθετικά» στο προσκήνιο πριν λίγες ημέρες με τη διαταγή του αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος για υποχρεωτικό εμβολιασμό του προσωπικού της ΕΜΑΚ έως τις 11 Ιουνίου προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν να απασχολούνται στη συγκεκριμένη υπηρεσία καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να μετατεθούν σε άλλη θέση.
Τούτων δοθέντων έχει ήδη ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση αναφορικά με το πόσο «συμβατά» είναι όλα αυτά με το Σύνταγμα και αν αποτελούν περιστολή συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών.
Οπως εξηγούν στο ethnos.gr συνταγματολόγοι, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, αν και υπάρχει η νομική δυνατότητα επιβολής του υποχρεωτικού εμβολιασμού βάσει του νόμου 4675 που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2020, η απόφαση για την ΕΜΑΚ είναι «παράνομη και αντισυνταγματική». Εάν είχε ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία και η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δε θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές και οι όποιες έννομες συνέπειες της άρνησής της από τους πολίτες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν.
Κι αυτό γιατί ο εν λόγω νόμος ορίζει ρητά ότι «σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια».
Ωστόσο στην προκειμενη περίπτωση, δεν υπήρξε ούτε υπουργική απόφαση, ούτε και γνωμοδότηση της Επιτροπής.
«Η απόφαση για τον εμβολιασμό των πυροσβεστών είναι παράνομη και αντισυνταγματική διότι δε βασίζεται σε μία νομοθετική εξουσιοδότηση στέρεη και συγεκριμένη. Οσο δεν υπάρχει αυτή η νομοθετική εξουσιοδότηση και όσο δεν ακολουθείται η νόμιμη διαδικασία, η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία δεν μπορεί να παίρνει ο διοικητής μια απόφαση που ανήκει σε άλλο όργανο του κράτους. Δεν είναι ζήτημα ουσίας ότι δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε καποιες κατηγορίες, όπως οι πυροσβέστες σε αυτήν την περίπτωση. Είναι ζήτημα ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία», εξηγεί ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.
Ο ίδιος προσθέτει ότι αυτό που θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει, είναι η αναληψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας από την κυβέρνηση: «Ο νομοθέτης πρέπει να εξειδικεύσει ποιοι πρέπει να εμβολιαστούν και τι συμβαίνει σε περίπτωση που δε θέλουν, που αρνηθούν να εμβολιαστούν. Αν πρέπει να εμβολιαστούν υποχρεωτικά όσοι δουλεύουν σε νοσοκομεία, αυτοί που δουλεύουν σε οίκους ευγηρίας με ηλικιωμένους ανθρώπους. Δε θέλουν να εμβολιαστούν για δικούς τους λόγους; Πρέπει να οριστούν οι επιπτώσεις: αν θα απομακρυνθούν από τη δουλειά τους, αν θα μετατεθούν, αν θα τεθούν σε αναστολή. Αυτό θα πρέπει να είναι μια απόφαση που θα τη λάβει ο νομοθέτης πολύ συγκεκριμένα αφού έχει προηγουμένως μια τεκμηριωμένη επιστημονική γνώμη από τους ειδικούς, τους εμπειρογνωμονες υγείας, τους λοιμωξιολόγους για να γνωρίζει ο καθένας αλλά και τα δικαστήρια τι συμβαίνει. Δεν μπορεί ο δικαστής να βρίσκεται στην πολύ δύσκολη θέση να πρέπει ο ίδιος να εξειδικεύσει αυτά τα πράγματα».
Οπως προκύπτει, πάντως, η συνταγματικότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού υπό προυποθέσεις έχει ήδη επιλυθεί, αφού όπως μας λέει ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης, Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, έχει προηγηθεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που κρίνει συμβατό με τις επιταγές του Συντάγματος τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. «Συνταγματικά δικαιολογείται η υποχρεωτικότητα καταρχήν με τις προυποθέσεις που έθεσε το ΣτΕ και το Ευρωπαικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρωπου τον Μάρτιο του 2021» τονίζει.
Σύμφωνα μάλιστα με την ανάλυση που έχει αναρτήσει ο ίδιος στον ιστότοπο Syntagma Watch, και οι δύο αποφάσεις έκριναν θεμιτές τις κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.
Μάλιστα το ΣτΕ απαιτεί για την κατάφαση της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις:
- ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και
- ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται».
«Εχουν ακουστεί απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να επιτραπεί η γενική υποχρεωτικότητα. Διαφωνώ. Υπό προυποθέσεις, μπορεί. Αν φτάσουμε σε ένα σημείο, στο οποίο θα έχουμε ποσοστό 30% εμβολιασθέντων, τα κρούσματα, οι διασωληνωμένοι και οι νεκροί θα αυξάνονται, και δούμε ότι ο προαιρετικός εμβολιασμός δεν προχωρεί, βεβαίως μπορεί η Πολιτεία να επιβάλει τον γενικό υποχρεωτικό εμβολιασμό. Αυτό βέβαια είναι το ύστατο μέσο, δεν είναι a priori αντισυνταγματικό, αλλά δεν είναι και το πρώτο μέσο, στο οποίο θα πρέπει να στραφεί ο νομοθέτης» εξηγεί ο κ.Τσιλιώτης.
Προσθέτει μάλιστα ότι «η ελευθερία σημαίνει και υπεθυνότητα διότι εκτός από άτομο είμαι και μέλος του κοινωνικού συνόλου. Ετσι ορίζει το Σύνταγμα».
Εξαιρέσεις και έννομες συνέπειες
Ταυτόχρονα με την υποχρεωτικότητα και τις έννομες συνέπειες, ο νομοθέτης – σύμφωνα με τον κ. Κοντιάδη – θα πρέπει να αναφερθεί ξεκάθαρα σε μία σημαντική εξαίρεση από τη διαδικασία: αυτών οι οποίοι για ιατρικούς λόγους δεν μπορούν να εμβολιαστούν επειδή δεν τους το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας τους και αυτών οι οποίοι ενδεχομένως δεν μπορούν να εμβολιαστούν για σοβαρότατους συνειδησιακούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση όμως διευκρινίζει ότι καποιοι λόγω της φύσης της εργασίας τους είναι επιβεβλημένο να εμβολιαστούν, όπως για παράδειγμα οι υγειονομικοί ή οι εργαζόμενοι σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων ή άλλους κλάδους όπου μπορεί να εκθέσουν σε κίνδυνο ανεμβολίαστοι την υγεία άλλων ανθρώπων. Προσθέτει επίσης ότι δεδομένου πως ενδεχόμενη άρνηση αυτής της κατηγορίας εργαζομένων να εμβολιαστούν χωρίς σοβαρό λόγο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή άλλων ανθρώπων με αλυσιδωτές επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνική μας συμβίωση, θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποιες δυσμενείς επιπτώσεις, τις οποίες όμως πρέπει να εξειδικεύσει ο νομοθέτης.
Απαραίτητη προϋπόθεση αναφορικά με τις έννομες συνέπειες είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας: «Η γνώμη μου είναι ότι στην περίπτωση της ΕΜΑΚ τηρήθηκε. Η έννομη συνέπεια που επιβάλλεται δεν είναι δυσανάλογη. Οσοι δεν εμβολιαστούν, δεν απολύονται ούτε στερουνται το μισθό τους ούτε τους επιβάλλονται κυρώσεις, αλλά μετατίθενται. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι θεμιτό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει προηγηθεί η υπουργική απόφαση, όπως ορίζει ο νόμος και η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού επιβάλλεται με διαταγή του Αρχηγού του ΠΣ, για την έκδοση της οποίας δεν έχει εξουσιοδότηση από το νόμο, ενώ δεν έχει προηγηθεί γνωμοδότηση της ΕΕΔΥ όπως ορίζει ο νόμος. Το ζήτημα είναι καταρχήν τυπικό, αλλά και τις τυπικές προϋποθέσεις πρέπει να τις τηρούμε διότι αλλιώς αν αρχίσουμε τις εξαιρέσεις και τις εκπτώσεις από την αρχή της νομιμότητας τότε θα πρέπει να αποχαιρετήσουμε και το κράτος δικαίου. Για να βάζει ο νομοθέτης κάποιες τυπικές προϋποθέσεις θα πρέπει να υπάρχει λόγος και τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει να τις τηρούμε», επισημαίνει ο κ. Τσιλιώτης.
Ο ίδιος προσθέτει μάλιστα ότι η διάταξη του εν λόγω νόμου εχει και κάποια σκοπιμότητα δεδομένου ότι σαφεστατα ο υπουργός Υγείας είναι αρμοδιος για τον εμβολιασμό και όχι ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, ενώ και η γνωμοδότηση της επιτροπής των ειδικών καθορίζεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας: «Δεν είναι μια τυπικότητα, ένας νομικισμός», λέει χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι στην περίπτωση αυτή «έγινε ένας κακός χειρισμός».
Και οι δύο νομικοί επιστήμονες, πάντως, αναφέρονται στη μοναδική απόλυτη εξαίρεση από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να καταστεί υποχρεωτικός υπό την έννοια άσκησης φυσικής βίας ή ποινικών κυρώσεων κατά των αρνητών του εμβολιασμού, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι αντίθετο με το Σύνταγμα.
Εμβολιασμός και εργαζόμενοι, προνόμια και αποκλεισμοί
Αναφερόμενος στους ενδεχόμενους αποκλεισμούς, με τους οποίους ίσως έρθουν αντιμέτωποι οι μη εμβολιασμένοι, ο κ. Τσιλιώτης ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ίδιες όλες οι περιπτώσεις: «Δεν είναι το ίδιο να χάσει κάποιος τη δουλειά του με το να μην πάει στον κινηματογράφο ή το γήπεδο. Ομως και το να πάει κανείς στον κινηματογράφο ή ένα ταξίδι είναι δραστηριότητες, οι οποίες προστατεύονται από θεμελιώδη δικαιώματα. Ως εκ τούτου οι όποιοι περιορισμοί επιβάλλονται πρέπει να δικαιολογούνται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και την αρχη της νομιμοτητας, ότι δηλαδη θα πρέπει να προβλέπονται με νόμο».
Η συγκεκριμένη αρχή θα πρέπει να ακολουθηθεί και στον εργασιακό τομέα. Μία επιχείρηση όπου ο κάθε εργαζόμενος είναι στο χώρο του και μπορεί να τηρήσει τα μέτρα του υγειονομικού πρωτοκόλλου διαφέρει από μία στην οποία συνωστίζονται 10, 20, 30 άτομα. Επίσης, διαφορετικά χαρακτηριστικά έχει μία επιχείρηση κατασκευής λατομικών εργασιών από μία ιδιωτική κλινική, ένα γηροκομείο ή μία επιχείρηση εστίασης, όπου στις τελευταίες ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού είναι σαφώς πιο αυξημένος για ευνόητους λόγους, σημειώνει ο κ. Τσιλιώτης.
«Εκεί λοιπόν υπάρχει το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα και από τον αστικό Κώδικα, βάσει του οποίου ο εργοδότης μπορει να απαιτήσει τον εμβολιασμό των εργαζομένων και από κει και πέρα για τους δυστροπούντες, τους λεγόμενους αρνητές ανάλογα την περίσταση να επιβάλει -όχι κυρώσεις- αλλά τις έννομες συνέπειες, τις οποίες του επιτρέπει ο νόμος. Κι εδώ η καταγγελία της σύμβασης, η απόλυση είναι θα πρέπει να είναι το ύστατο μέσο».
Ο ίδιος εξηγεί ότι ακόμα και η καταγγελία της σύμβασης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για «σπουδαίο λόγο», αφού ως τέτοιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η δυστροπία του εργαζομένου να εμβολιαστει.
Σχολιάζοντας το ίδιο θέμα ο κ. Κοντιάδης υπογραμμίζει ότι «οι δυσμενείς επιπτώσεις θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την απόλυση σε κάποιους κλάδους, στους οποίους ο εργαζόμενος διακινδυνεύει τη ζωή άλλων ανθρώπων αν είναι ο ίδιος ανεμβολίαστος και απροστάτευτος». Προσθέτει, πάντως, πως όλα αυτά είναι σενάρια εάν δεν ξεκαθαρίσει νομοθετικά το τοπίο.
ethnos